Τρίτη 17 Δεκεμβρίου 2013

ΓΛΥΚΟ ΚΥΔΩΝΙ-ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ

 

 
Την Παρασκευή 13 Δεκεμβρίου  πραγματοποιήθηκε από τις εκδόσεις Τσουκάτου, η πρώτη παρουσίαση του βιβλίου μου "Γλυκό Κυδώνι" στο ζεστό και φιλόξενο χώρο του Obi στην πλατεία των Αγίων Θεοδώρων στο κέντρο της Αθήνας. Το βιβλίο παρουσίασε ο Διδάκτωρ Αρχαιολόγος Οδυσσέας Κακαβάκης, επιμελητής της έκδοσης ενώ αποσπάσματα διάβασε η ιστορικός και φιλόλογος Πόπη Μαζοκόπου. Η δεύτερη παρουσίαση πρόκειται να γίνει στις 22 Ιανουαρίου του 2014 στο Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών επί της Κυδαθηναίων 11 στην Πλάκα.

 
 

(Πληροφορίες : www.kms.org.gr)


Φωτογραφίες από την εκδήλωση στο Obi:

 
 
Σας ευχαριστώ όλους, την καθεμία & τον καθένα ξεχωριστά, για την παρουσία του!
 

Δευτέρα 27 Μαΐου 2013

ΒΙΒΛΙΟΚΡΙΣΕΙΣ







 
    Η καταξιωμένη ηθοποιός Έφη Παπαθεοδώρου, γνωστή επίσης και για τη λογοτεχνική της πένα, με αυτό το νοσταλγικό αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα ξετυλίγει το κουβάρι από τις αναμνήσεις των παιδικών της χρόνων. Όπως η ίδια μας πληροφορεί «Στις Τσουκνίδες, ίσως βρεις περιστατικά παρόμοια μ’ αυτά της δικής σου ζωής ή των γονιών σου. Η νοσταλγία των παιδικών χρόνων μας είναι πάντα γλυκιά· τα πάθη και οι χαρές των ανθρώπων κοινά...».  Κάπως έτσι γινόμαστε και εμείς οι αναγνώστες θεατές, με αφορμή τις πολυκαιρισμένες οικογενειακές φωτογραφίες, της πολύπαθης ζωής στην Αθήνα του μεσοπολέμου και των μεταπολεμικών χρόνων στην ελληνική ύπαιθρο. «Πώς να περιγράψεις τις μυρωδιές που σου ΄ρχονται στο νου, καθώς βλέπεις τη σέπια της παλιάς φωτογραφίας! Κι ορμάνε χώροι και τόποι κι εποχές επάνω σου κι είσαι τόσο ευτυχισμένος για λίγα δευτερόλεπτα, φεύγεις κάπου αλλού, αλλά με τα χρόνια έχεις ξεχάσει πού...» γράφει η συγγραφέας. Μέσα από το βιβλίο της Έφης Παπαθεοδώρου οσμές, εικόνες, θύμησες και ψήγματα μνήμης παιδικής επανέρχονται φευγαλέα σαν παλιοί γνώριμοι, πάντα καλοδεχούμενοι αλλά βιαστικοί... Διαβάζοντας το «Πώς γλυκαίνουν οι τσουκνίδες» διαπιστώνει κανείς πως ένα χαώδες συνονθύλευμα, ένα κράμα αναμνήσεων, ιστοριών, ανθρώπων και καταστάσεων είναι ο καθένας μας. Δύσκολο να ξεμπλέξει κανείς τον μίτο του οικογενειακού του κουβαριού, δύσκολο να τον κόψει σαν να ‘ταν γόρδιος δεσμός. Οι πάντες έχουν ρίζες, κι ας μην τις αναγνωρίζουν όλοι, κι ας θέλουν ορισμένοι να αποκοπούν βίαια απ’ αυτές. Άνθρωπος δίχως μνήμη, τόπος στερημένος ιστορίας, δεν πάει πουθενά, δεν αναζητά τίποτα, αρκείται στο εφήμερο, αγνοεί ή απαξιώνει το αιώνιο. Η συγγραφέας καταφέρνει να γλυκάνει ακόμα και τις τσουκνίδες του ελληνικού εμφυλίου με αυτό το γλυκό οικογενειακό μυθιστόρημα.



"Έμιλυ Ντίκινσον, επειδή δεν άντεχα να ζήσω" από τις εκδόσεις Gutenberg - Γιώργος και Κώστας Δαρδανός.


 
 
Η ταπεινότητα μιας ιδιοφυΐας

θα μπορούσε επίσης να τιτλοφορείται η συλλογή αυτή από ποιήματα και επιστολές της Αμερικανίδας ποιήτριας, επιμελημένη από τη Λιάνα Σακελλίου σε μετάφραση Λιάννα Σακελλίου, Αρτεμις Γρίβα, Φρόσω Μαντά.

"Η δόξα είναι μια μέλισσα.
Τραγουδάει,
σε κεντρίζει
και μετά...
Αχ! Πόσο ψηλά πετά.



(μετάφραση: Αγγελική Σιδηρά, εκδόσεις Ερμείας, 1996)


     Η ποίηση της Έμιλυ Ντίκινσον εντάσσεται κι εκείνη, δυστυχώς, στο λογοτεχνικό, αλλά (φευ) τόσο ρεαλιστικό κλισέ της «μετά θάνατον» αναγνώρισης. Έγραψε τόσο γλαφυρά για τις δάφνες της δόξας που πετάει μακριά, σαν να γνώριζε ενδόμυχα πως δε θα την στεφάνωναν ποτέ κατά τη διάρκεια της ζωής της. Και πόσο δίκιο είχε... Πολλοί θα σπεύσουν να μιλήσουν για τις κοινωνικές συμβάσεις και τις ηθικές απαγορεύσεις, που αποτέλεσαν τροχοπέδη στην καθιέρωση μιας γυναίκας δημιουργού στον ανδροκρατούμενο χώρο των γραμμάτων και των τεχνών κατα τον δέκατο ένατο αιώνα. Κι όμως, ξεχνάμε πως προγενέστερες αλλά και σύγχρονές της γυναίκες λογοτέχνες (Τζέιν Ώστεν, Ζωρζ Έλιοτ, αδελφές Μπροντέ κ.ά.) αψήφισαν αυτά τα εμπόδια και, εάν μη τι άλλο, είδαν τα έργα τους τυπωμένα (ανώνυμα ή επώνυμα, με μεγαλύτερη ή μικρότερη επιτυχία και καθιέρωση η καθεμιά, αλλά τυπωμένα). Η Έμιλυ Ντίκινσον αποτελεί ξεχωριστή περίπτωση. Τι είναι αυτό, όμως, που διαφοροποιεί την ποίηση της Ντίκινσον από άλλες πιο «πετυχημένες» ομοτέχνους της και την καταδικάζει στην εν ζωή αφάνεια;
 
    Για να κατανοήσουμε το έργο της Αμερικανίδας ποιήτριας πρέπει εν συντομία να δούμε την περιορισμένη ζωή της. Η Έμιλυ Ντίκινσον γεννήθηκε το 1830 (πρώιμη βικτοριανή περίοδος) στο Άμχερστ, μια μικρή κωμόπολη της Μασαχουσέτης (από το πανεπιστήμιό της έχουν αποφοιτήσει και οι δύο τελευταίοι πρωθυπουργοί μας...). Η οικογένειά της, αν και ανήκε στην ανώτερη αστική τάξη (ο πατέρας της υπήρξε νομικός και βουλευτής), λόγω των πουριτανικών της καταβολών ήταν υπέρ το δέον προσκολλημένη στον θρησκευτικό και κοινωνικό καθωπρεπισμό της εποχής. Φυσικά, η αυστηρή ανατροφή της δεν οφειλόταν μόνο στην προτεσταντική ηθική με την οποία είχε μεγαλώσει εκείνη και τα αδέλφια της, αλλά πολύ περισσότερο σε μία γενικότερη τάση της βικτοριανής κοινωνίας για ενδυνάμωση των ηθικών αξιών έπειτα από τη χαλάρωση των ηθών κατά τον δέκατο όγδοο αιώνα και τις αρχές του δέκατου ένατου. Οι Αμερικανοί εκείνης της περιόδου είχαν την τάση να αντιγράφουν κανόνες και συμπεριφορές της βρετανικής κοινωνίας, συνεπώς η άτεγκτη μοναρχία της δεν μπορούσε να τους αφήσει ανεπηρέαστους όσον αφορά τις κοινωνικές και ταξικές συμβάσεις. Έτσι η Έμιλυ Ντίκινσον, ως ανύπανδρος «καθώς πρέπει» κοραδίσα, έμεινε επί πενήντα έξι ολόκληρα χρόνια μέχρι το θάνατό της στην πατρική έπαυλη στο Άμχερστ, ταξίδεψε ελάχιστες φορές, πέρναγε πολλές ώρες στην παιδική της κάμαρα και έκανε παρέα με τα αδέλφια της και τα κατοικίδια της οικογένειας. Μονάχα επτά ή κατά άλλους πέντε από τα οχτακόσια ποιήματα της εργογραφίας της δημοσιεύθηκαν κατά τη διάρκεια της ζωής της κι αυτά ανώνυμα ή εν αγνοία της. Η αδελφή της Λαβίνια ήταν εκείνη που μετά θάνατον συγκέντρωσε και εξέδωσε το άγνωστο μέχρι τότε έργο της.
 
    Ο αστικός πουριτανισμός και ο θρησκευτικός συντηρητισμός της μικρής κοινωνίας του Άμχερστ στάθηκαν εμπόδιο στην προβολή του έργου της. Σε αυτό, όμως, συνέβαλε όχι μόνο ο «βικτοριανός» τρόπος ζωής, αλλά και η ιδιοσυγκρασία της ίδιας της Ντίκινσον, η οποία περιγράφεται ως άτομο ντροπαλό και άτολμο, με πλούσια όμως εσωτερικότητα. Γνωρίζουμε, επίσης, πως διάβαζε και θαύμαζε το έργο του Τζον Κητς. Αν και η κοινωνική της ζωή περιοριζόταν στα αστικά σαλόνια της πόλης της, εντούτοις ο ποιητικός της καμβάς αγκαλιάζει ένα ευρύ φάσμα: φύση, ανθρωπος, ζώα, χρόνος, πνεύμα και ψυχή. Από την άλλη μεριά, οι ποιητικές της μέθοδοι μπορούν να χαρακτηριστούν πρωτοποριακές (οξύμωρο;), καθώς κάνει χρήση ελλειπτικών φράσεων˙ το μέτρο ξεφεύγει, οι ρίμες δεν ομοιοκαταληκτούν πάντα, η παύλα δηλώνει συχνά την έμφαση κ.ο.κ. Εν γένει πρόκειται για έναν μοναδικό και γι’ αυτό αυθεντικό τρόπο έκφρασης και δομής. Η κοινωνική της ατολμία και εσωστρέφεια, όμως, στέρησε από τους συγχρόνους της μια αληθινή ποιητική ιδιοφυΐα. Ο πρώτος ποιητικός της τόμος κυκλοφόρησε το 1890, τέσσερα χρόνια μετά το θάνατό της, καθιστώντας την μία από τις μεγαλύτερες ποιήτριες του αιώνα της.

     Η εξαιρετική αυτή προσπάθεια των εκδόσεων Gutenberg φωτίζει τα μύχια της ψυχής και πτυχές της προσωπικότητας μιας ποιητικής ιδιοφυίας που διάλεξε την αφάνεια από τις δάφνες της δόξας.

http://www.captainbook.gr/article/8749
http://entefktirio.blogspot.gr/2013/05/emily-dickinson.html




Κυριακή 28 Απριλίου 2013

ΑΣΤΥΔΡΟΜΟΣ-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ FANZIN



Αστυδρόμος #7/ Σήψη 2012

ΔΕΗΣΗ


Πολύβουο το σμήνος των περαστικών,
ο κόσμος τρέχει, αναθαρρεί, οσφραίνεται, χάνεται…
μέσα στο γκρίζο του πολύχρωμου που φεύγει σκηνικού της πόλης.
Μα μια μορφή ασκητική ανάμεσα στα αγρίμια της ρουτίνας της πολλής,
της συνήθειας της κεκτημένης, του άπιαστου παρόντος,
της βασιλείας του ανούσιου,
μες το δρόμο εκείνη σιωπηλή στέκει.
Σκύβει ευλαβικά, το πεζοδρόμιο φιλά, την κεφαλή της γέρνει.
Μάτια θολά της μέθεξης, ψυχή σβηστή και η σύριγγα στο χέρι.


Αστυδρόμος #8/ Σύμπτωση 2013

ΣΥΜΠΤΩΣΗ

Σύμπτωμα ενός θανάτου προαναγγελθέντος
τα νέα μέτρα λιτότητας
που μέσα απ’ τ’ ακριβό του το κοστούμι,
κρυφά γελώντας
ο δημοσιογράφος με στόμφο παρουσιάζει...
Σύμπτωση;

Ατυχής Σύμπτωση (Μικρό διήγημα)

Σαν ολόλευκες πέρλες μαργαριταριού γυάλιζαν οι σταγόνες σπέρματος πάνω στο δασύτριχο στέρνο του, καθώς ακολουθούσαν την καθοδική τους πορεία προς την κοιλιά του. Βιαστικά, με σπασμωδικές κινήσεις σκούπισε τον εκστατικό αυτό επίλογο της σεξουαλικής υπερδιέγερσης που τον είχε καταλάβει ολόκληρο το απόγευμα. Σηκώθηκε απότομα από το κρεβάτι και έκλεισε με ένα αίσθημα ενοχής το λάπτοπ του, όπου στην οθόνη του το τελευταίο μισάωρο εκτυλίσσονταν hard core σκηνές ομοφυλοφιλικού περιεχομένου. Με μηχανικές κινήσεις διέγραψε τα αρχεία από το ιστορικό του σκληρού του δίσκου. Τεντώθηκε, έπειτα, νωχελικά και περιεργάστηκε το ακατάστατο δωμάτιο. Τίποτε δεν είχε αλλάξει εδώ και χρόνια στην εφηβική του κάμαρα. Αν και είχε κλείσει τα τριάντα, εξακολουθούσε να μένει στο πατρικό του.Αυτό τον εξόργιζε, αλλά δεν μπορούσε να κάνει τίποτα... Τον τελευταίο χρόνο ήταν άνεργος και μετά βίας, από τις πενιχρές τους συντάξεις, τον συντηρούσαν οι δικοί του. Ούτε βενζίνη για τη μηχανή του δεν είχε πια. «Φτωχά αρχίδια με γέννησαν...» συνήθιζε με πικρία να λέει στα εβδομαδιαία μεθύσια του με τους λιγοστούς του φίλους. Ο πατέρας συνταξιούχος οικοδόμος και η μητέρα του πρώην εργάτρια σε κάποια μεγάλη βιομηχανία της χώρας, με μύριες στερήσειςείχαν καταφέρει να αγοράσουν ένα οικοπεδάκι και να χτίσουν τη δεκαετία του ‘70 ένα χαμηλό σπιτάκι με τρία δωματιάκια σ’ ένα δυτικό προάστιο των Αθηνών. Οι κακόγουστες προσθήκες του χρόνου φανέρωναν τις μικρές προόδους της εργατικής του οικογένειας. Και η γειτονιά μίζερη, όπως και η ζωή του. Δεν είχε καταφέρει να σπουδάσει, να ξεφύγει... Δεν τα έπαιρνε τα γράμματα. Είχε παρακολουθήσει κάνα δυο χρονιές το τεχνικό λύκειο της περιοχής,αλλά δεν κατάφερε να το τελειώσει προς μεγάλη απογοήτευση των γονιών του, που ήθελαν ο γιος τους να μάθει τουλάχιστον μια «τέχνη». Το μυαλό του τότε ήταν στο ποδόσφαιρο και τους χουλιγκανισμούς.

Αφού ολοκλήρωσε την ένδυσή του,κοιτάχτηκε εξονυχιστικά στον μικρό καθρέφτη του χωλ πριν βγει έξω. Τίποτε δεν πρόδιδε το τι είχε συμβεί στο μικρό σκοτεινό δωμάτιο πριν από λίγο. Ναι, ήταν αρρενωπός, με καλοσχηματισμένο σώμα και μπράτσα. Οι ατελείωτες ώρες προπόνησης στο δημοτικό γυμναστήριο είχαν αποδώσει. Κανείς δε θα τον έκανε για «πούστη»!Μέχρι τη στάση του λεωφορείου είχε να διανύσει μια απόσταση περίπου ενός τετάρτου της ώρας. Δεν τον πείραζε, είχε συνηθίσει. Το μόνο που τον ενοχλούσε ήταν πως έπρεπε να διασχίσει το μικρό πάρκο της περιοχής του. Αν και ήταν ο πιο σύντομος δρόμος, σπάνια τον έπαιρνε. Εκείνο το απόγευμα όμως βιαζόταν, δεν είχε άλλη επιλογή. Με έναν αδιόρατο εκνευρισμό διάβηκε την πύλη και επιτάχυνε το βήμα του βάζοντας κάτω το ξυρισμένο του κεφάλι. Λίγο πριν βγει από το παρκάκι,σε ένα μικρό ξέφωτο με μερικά παγκάκια, κάτι τράβηξε την προσοχή του. Αρχικά ήταν μια κόκκινη σπίθα που είδε με την άκρη του ματιού του, η κάφτρα ενός τσιγάρου, και στη συνέχεια ένα πρόσωπο γνώριμο, μια θύμηση από τα παλιά,καθισμένο σ΄ένα παγκάκι. Μονάχα σαν πρόσεξε καλύτερα διαπίστωσε πως επρόκειτο για έναν παλιό συμμαθητή από το τεχνικό λύκειο. Έκανε πως δεν τον είδε καθώς τον προσπερνούσε, αλλά μια φωνή τον σταμάτησε πριν στρίψει και χαθεί στη στροφή.

«Τι σύμπτωση! Περίανδρε; Εσύ είσαι; Μα, ναι! Ήμουν σίγουρος», είπε χαρούμενα ο άνδρας.

Εκείνος γύρισε και τον κοίταξε από πάνω μέχρι κατω με οργισμένο βλέμμα. Φορούσε λευκές σαγιονάρες, κολλητή μπλε βερμούδα και ένα εξωφρενικό κίτρινο μπλουζάκι με αβυσσαλέο V,που άφηνε σχεδόν γυμνό το ξυρισμένο στήθος του. Ήταν ευθυτενής με ωραίο παράστημα, κόμμωση του συρμού, γένια τριών ημερών και σκουλαρίκι στον λοβό του αριστερού του αυτιού. Δηλαδή σαν όλους τους «γκέουλες» που είχαν «γεμίσει» την Αθήνα! Τι θα έλεγαν οι φίλοι του αν τον έβλεπαν μαζί του;

Ο νεαρός άνδρας, χωρίς να αντιληφθεί την οργή του πάλαι ποτέ συμμαθητή του, τον πλησίασε με φυσικότητα και συνέχισε στον ίδιο εύθυμο τόνο:

«Μια χαρά σε βρίσκω... Σου πάει αυτό το στυλάκι(είπε περιεργαζόμενος τα καλογυαλισμένα άρβυλα, το στρατιωτικό παντελόνι παραλλαγής και το μαύρο εφαρμοστό μπλουζάκι, που αναδείκνυε τα μούσκουλα του παλιού του φίλου). Λίγο kinky για τα γούστα μου, αλλά sexy! Πώς και από το πάρκο; Έχω χρόνια να σε δω. Είπες να θυμηθείς τα παλιά, πονηρό αγόρι; Δε φαντάζομαι να ξέχασες;» ολοκλήρωσε μελάγνο ύφος.

Αντί για απάντηση δέχθηκε μια γροθιά στο πρόσωπο που του άνοιξε τη μύτη και, πριν προλάβει να αμυνθεί, μία βίαιη κλωτσιά στα αχαμνά που τον έκανε να διπλωθεί στα δύο,σφαδάζοντας αιμόφυρτος από τους πόνους. Δύο ηλικιωμένοι τους προσπέρασαν βιαστικά. Δεν ήθελαν να βρουν το μπελά τους. Είχαν αυξηθεί τελευταία οι ομοφοβικές επιθέσεις στο πάρκο. Τι τους ένοιαζε στο κάτω κάτω; Ας πρόσεχαν οι«ανώμαλοι».

Σε μισή ώρα βρισκόταν στο κέντρο. Είχε για τα καλά σκοτεινιάσει. Σαν μπήκε στην ολοφώτιστη κατάμεστη αίθουσα, αισθάνθηκε ένα αίσθημα αγαλλίασης και υπερηφάνειας. Για λίγες ώρες θα ξέχναγε τα πάντα. Τη φτώχεια του, την περιφρόνηση της κοινωνίας, τα «άνομα» πάθη του, τη μίζερη ζωούλα του. Χαιρέτισε φασιστικά και πήγε κοντά στους συντρόφους του για να μοιραστεί μαζί τους το«ανδραγάθημα» του πάρκου...


Αστυδρόμος #9 Κραγιόν 2013

ΛΕΡΩΜΕΝΗ ΑΘΩΟΤΗΤΑ

Κοιτά για ώρα έκπληκτη το είδωλό της στον καθρέφτη.
Κορίτσι άγουρο, κοντά στα δεκαπέντε.
Κορμί πρόωρα μεστό, σχεδόν αισθησιακό,
ασφυκτικά γεμάτο με χυμούς,
που τόσοι ανομολόγητα ποθούν,
βλέμμα γυναίκας σωστής όλο υποσχέσεις.
Τα κουμπιά της μπλούζας σε έκφυλο σχηματισμό
αφήνουν έκθετα τα ανέγγιχτά της στήθη,
ύστατη σπονδή στη λαγνεία της ήβης,
στην ένωση τη σαρκική που αδημονεί να ‘ρθει.
Απ’ το λογισμό στ’ όνειρο,
αφέθηκε στη ρότα του κι εχάθη.
Ξάφνου το είδωλο το ερωτικό γίνεται γέλιο, σκορπά.
Παιδί και πάλι, σκουπίζει με βιάση της μάνας το κραγιόν.
Μα να, εκεί στο άνω χείλος άλικο σημάδι μένει,
σκιά ανεξίτηλη ντροπής της λερωμένης αθωότητας.
  
http://astidromos.blogspot.gr/

Σάββατο 13 Απριλίου 2013

ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ

Μερικές Δημοσιεύσεις:

Η έννοια του «κιτς». Πόσο ανεκτική είναι η σύγχρονη κοινωνία στην εικόνα του και τους συμβολισμούς του. Το πολύμορφο τοπίο του πολιτισμού-Ημερολόγιο Εκπαιδευτηρίων ΔΟΥΚΑ 2010.

«Το κιτς είναι μέρος της ανθρώπινης μοίρας» είχε πει κάποτε ο Κούντερα. Μα τι ακριβώς εννοούμε με τον όρο Κιτς; Σίγουρα η λέξη ηχεί οικεία στα αυτιά του Νεοέλληνα που την έχει υιοθετήσει στο καθημερινό του λεξιλόγιο («κιτσαριό»). Η προέλευση της λέξης είναι πιθανότατα γερμανική (Kitsch) και χρησιμοποιήθηκε πρώτη φορά το 1870 στους καλλιτεχνικούς κύκλους του Μονάχου για να περιγράψει το κακόγουστο και το υπερβολικό στην τέχνη. Το γερμανικό ρήμα Kitschen σημαίνει μαζεύω λάσπη και ο όρος Kitsch πιθανόν χρησιμοποιήθηκε από τους Γερμανούς λόγιους για να περιγράψει την συλλεκτική μανία των τουριστών που περιόδευαν κατά εκατοντάδες τότε στην Γηραιά Ήπειρο αγοράζοντας αδιακρίτως έργα τέχνης. Ο όρος είχε για χρόνια λησμονηθεί μέχρι τη δεκαετία του ’30 που άρχισε και πάλι να χρησιμοποιείται. Η χρήση του επεκτάθηκε εν γένει και στην αισθητική των πραγμάτων περιγράφοντας το επιτηδευμένο, ψεύτικο, επιφανειακό, και ευτελές που έχει ως μοναδικό σκοπό το οικονομικό όφελος και την τέρψη του θεατή. Ο Αμερικανός ιστορικός τέχνης Κλέμεντ Γκρήνμπεργκ συγκλίνει σε αυτή την άποψη λέγοντας πως «Το κιτς είναι η επιτομή όλων όσα είναι κίβδηλα στη σύγχρονη ζωή.» Συνεπώς συνδυάζοντας τις δύο δηλώσεις (αυτή του Κούντερα και του Γκρήνμπεργκ) καταλήγουμε πως και το κίβδηλο αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της ανθρώπινης φύσης. Εννοιολογικά, λοιπόν, ο όρος ξεφεύγει από τα πλαίσια της αισθητικής αντίληψης στην τέχνη και καλείται πλέον να προσδιορίσει ανθρώπινες καταστάσεις και κοινωνικές συμπεριφορές.

Στη σύγχρονη κοινωνία με τον όρο κιτς συνήθως περιγράφουμε όχι μόνο την έλλειψη καλού γούστου, αλλά την πνευματική και πολιτισμική «σαβούρα» που έχει κατακλύσει κάθε έκφανση της ζωής μας. Το καλό γούστο δεν είναι έμφυτο.Διδάσκεται με την παιδεία και τη μόρφωση. Η απόκτηση του είναι συχνά μια επίπονη και μακροχρόνια διαδικασία. Συνεπώς δεν μπορούμε να κατηγορήσουμε όσους το στερούνται εν αγνοία τους γιατί δεν είχαν την ευκαιρία και τα μέσα να το διδαχθούν. Το κιτς δεν περιγράφει μια τέτοια απουσία καλού γούστου. Περιγράφει την εσκεμμένη έλλειψη καλού γούστου σε συνδυασμό με το ψέμα και τη χυδαία,σχεδόν, επιμονή όσων είναι άσχετοι με την αισθητική, την τέχνη, την παιδεία και τον πολιτισμό εν γένει, να αποδείξουν πως δεν είναι.

Η σύγχρονη μας μεταμοντέρνα τέχνη είναι ανεκτική αρκετά σε κιτς προσεγγίσεις νεό-ποπ καλλιτεχνών και ακραίων δημιουργημάτων που ακροβατούν μεταξύ υπερβολής και ιλαρότητας. Η απουσία συγκεκριμένων εικαστικών κριτηρίων και ο καταιγισμός από μία πληθώρα καλλιτεχνικών ρευμάτων και τάσεων, καθιστούν συχνά δύσκολη, αν όχι αδύνατη, τη διάκριση του κιτς ακόμα και μέσα στην ίδια την τέχνη. Έργα που διαθέτουν όλα τα χαρακτηριστικά του κακόγουστου και εξεζητημένου εκτίθενται με περηφάνια στις γκαλερί και στα μουσεία Σύγχρονης Τέχνης. Φυσικά, κάτι τέτοιο δεν είναι σημείο των καιρών μας.Το κίνημα του Μανιερισμού για παράδειγμα (η σύντομη περίοδος μεταξύ Αναγέννησης και Μπαρόκ) όπως και το Ροκοκό που ακολούθησε το Μπαρόκ χαρακτηρίστηκαν ως ανάλαφρα και επιφανειακά κινήματα από πολλούς μελετητές. Τι γίνεται όμως με την κοινωνία μας;

Η σύγχρονη κοινωνία, που ρίχνει το κέντρο βάρος της στα υλικά αγαθά και άγεται και φέρεται από την άκρατη καταναλωτική μανία των μελών της, παρουσιάζει αρκετά σημεία κιτς τόσο στην αισθητική όσο και στην συμπεριφορά της. Οι πολίτες του κόσμου έχουμε γίνει ανεκτικοί σε εικόνες ασχήμιας και χυδαίας συμπεριφοράς βομβαρδιζόμενοι καθημερινά από τα ΜΜΕ με αυτές. Η εικονική αυτή «ανοσία» οδηγεί σιωπηλά στην ανοχή και κατά συνέπεια στην αποδοχή μιας νοσηρής κατάστασης. Η ελληνική τηλεόραση, καθρέφτης για πολλούς της κοινωνίας μας, τα τελευταία χρόνια επιδίδεται σε ένα ανηλεή αγώνα επιβολής κιτς προτύπων. Ο ρόλος της απαίδευτης «ξανθιάς»παρουσιάστριας που έχει την αναγνωρισιμότητα του κοινού και αμείβεται πλουσιοπάροχα για να χασκογελά, για παράδειγμα, όταν προβάλλεται συστηματικά καλλιεργεί αυτόματα στον θεατή ένα νέο σύστημα αξιών: Δεν χρειάζεται να κοπιάσεις για να μορφωθείς, να σπουδάσεις, να καλλιεργηθείς για να επιτύχεις κάτι, τουναντίον. Αν συμμορφωθείς με ένα συγκεκριμένο μοντέλο ανθρώπου, προς τέρψιν και βρώσιν του φιλοθεάμονος κοινού, έχεις επιτύχει. Δεν είναι τυχαίο πως η νέα γενιά υιοθετεί το κιτς όλο και περισσότερο, τόσο στην εμφάνιση όσο και στη γλώσσα που χρησιμοποιεί. Δεν είναι τυχαίο, επίσης, πως στον όρο Νεοέλληνας έχουμε αποδώσει αρνητική χροιά, αφού συμβολίζει όλα εκείνα τα στοιχεία που εξάρει η έννοια του κιτς: απουσία αισθητικής, παιδείας,εύκολος πλουτισμός, χυδαία επίδειξη, εξεζητημένη συμπεριφορά. Οι ανατολίτικες επιδράσεις,τόσο εμφανείς στη νεοελληνική κουλτούρα, σε συνδυασμό με την απότομη μετάβαση της χώρας από την αγροτική οικονομία στην αστικοποίηση, και την απελπισμένη αναζήτηση εθνικής αλλά και κοινωνικής ταυτότητας πολύ φοβάμαι πως συνετέλεσαν κι αυτά στην κιτς συμπεριφορά του Νεοέλληνα.
Δεν έχουμε παρά να κοιτάξουμε γύρω μας για να δώσουμε απάντηση στο ερώτημα κατά πόσο ή κοινωνία μας ανέχεται το κιτς και τους συμβολισμούς του. Το κιτς έχει διεισδύσει και με τα χρόνια εδραιωθεί σε κάθε έκφανση της κοινωνίας,από την αισθητική των πόλεων μας μέχρι τα προϊόντα του πολιτισμού και την ενημέρωση μας. Όλοι μας έχουμε γίνει μάρτυρες κιτς συμπεριφορών: το σεμέν μηχανής πάνω στην πανάκριβη Plasma τηλεόραση, η γκλίτσα μέσα στο μινιμαλιστικό σαλόνι, τα γύψινα αγαλματάκια σε υπερπολυτελείς βίλες νεόπλουτων, τα εξεζητημένα αξεσουάρ και οι κομμώσεις των μόδιστρων που απευθύνονται καθαρά στον χώρο του θεάματος αγνοώντας επιδεικτικά το μέσο πολίτη, η αυτάρεσκη συμπεριφορά απαίδευτων ΤV «περσόνων» στα διάφορα πάνελ κλπ.Τόσο η αισθητική όσο και η κοινωνική συμπεριφορά του Νεοέλληνα βρίθουν από κιτς συμβολισμούς. Όσο λοιπόν ανεχόμαστε άκριτα τα πρότυπα που μας επιβάλλουν το κιτς θα εξακολουθεί να κυριαρχεί στη ζωή μας επιβεβαιώνοντας τον Κούντερα.
«Beasts & Beauties» εισαγωγικό κείμενο καταλόγου ART ZONE 42 /ART ATHINA 2011.


Η δογματική τυποποίηση, τόσο στην τέχνη όσο και στην καθημερινότητα, τείνει να πάρει διαστάσεις μάστιγας ακόμα και στον «εναλλακτικό μεταμοντέρνο» μας κόσμο. Είναι γεγονός, πως οι ανθρώπινες αντιλήψεις είναι χτισμένες πάνω σε σαθρά θεμέλια στερεότυπων και κατευθύνονται από βαθιά ριζωμένες προκαταλήψεις που με την επανάληψη των αιώνων χάραξαν ένα "αόρατο" πλέγμα στην ψυχοσύνθεση μας, επηρεάζοντας ακόμα και τον χώρο της τέχνης. Τι γίνεται όμως όταν οι εικαστικοί επιλέγουν να κινηθούν σε πιο γκρίζες (και λυτρωτικές) τονικότητες κι όχι σε εκείνες του καθάριου λευκού ή του σκοτεινού μαύρου που τα στερεότυπα σήμερα επιβάλλουν; Βρισκόμαστε άραγε σε μια εποχή ατέρμονης αναζήτησης πρωτοποριακών και πρωτότυπων εικαστικών λύσεων ή το αρχέτυπο και παρωχημένο δύσκολα υποδαυλίζεται από την αμφιλεγόμενη και ασυμβίβαστη εικαστική ματιά; Τι γίνεται όταν στο έργο υπεισέρχεται η ειρωνεία για όσα οι περισσότεροι μάθαμε να δεχόμαστε apriori και οι παραδομένοι ρόλοι ανατρέπονται;
Με βάση αυτό τον επίκαιρο προβληματισμό και εικαστικό προσανατολισμό, η αίθουσα τέχνης ART ZONE42παρουσιάσε στην Διεθνή Συνάντηση Σύγχρονης Τέχνης ART-ATHINAτου2011 -μιας χρονιάς διφορούμενης λόγω των οικονομικών και κοινωνικών διαταραχών που την συνοδεύουν- την εικαστική κατάθεση τεσσάρων δημιουργών, οι οποίοι μέσα από τις εικαστικές τους διαπραγματεύσεις, εστιάζουν στις προκλήσεις,αντιφάσεις και αμφιλεγόμενες πτυχές της σύγχρονης πραγματικότητας. Η Άννα Μιχαηλίδου, η Αρετή Κλουτσινιώτη, ο Κωνσταντίνος Μπερδέκλης και η Almudena Cuesta Ruiz,αναδεικνύουν εύγλωττα, ο καθένας με τα δικά του εκφραστικά μέσα, την ειρωνική σχέση που δημιουργείται μεταξύ του δίπολου της εξιδανικευμένης στερεοτυπικής ομορφιάς και της σκληρής, συχνά άγριας, πεζής πραγματικότητας που βιώνουμε σε μια παρακμιακή, κοινωνικά και πολιτικά, εποχή πλήρους αποδόμησης.
Τα σύγχρονα αστικά κέντρα παρέχουν το ιδανικό σκηνικό αυτής της διττής σχέσης, παρέχοντας μας άπειρες εικόνες απόλυτης ασχήμιας αλλά και απαράμιλλης ομορφιάς, πολλές φορές καλά κρυμμένης, αφήνοντας μέσα μας ένα αίσθημα σύγχυσης κι αποπροσανατολισμού. Το άσχημο μπορεί να ερμηνευτεί ως ωραίο κι αντίστροφα,μιας και οι διαχωριστικές γραμμές δεν είναι πλέον ευδιάκριτες.
Η ειρωνεία, άλλοτε λεπτή κι αδιόρατη, κι άλλοτε απροκάλυπτα σκληρή, ανάλογα με το προσωπικό ύφος του καθενός, βρίσκεται πάντα εκεί στα έργα των δημιουργών, αποσπώντας τον θεατή από την ενοχλητικά αφύσικη ηδύτητα των χρωμάτων και των μορφών, προσκαλώντας τον,σε μια συγκεκριμένη προβληματική που είναι αδύνατον να αγνοήσει. Ο άκρατος καταναλωτισμός, η μόδα, η προβολή συγκεκριμένων προτύπων, η παγκοσμιοποίηση, τα αστραφτερά χαμόγελα ενός ψεύτικου γυαλιστερού διαφημιστικού μικρόκοσμου, η σκανταλιάρικη «παιδική» αφέλεια ενός κόσμου που αρνείται να ωριμάσει, η απομάκρυνση από τη μητέρα φύση και η παραβίαση των νόμων της, παγιδεύουν τον σύγχρονο άνθρωπο και τον φέρνουν σε αντιπαράθεση με την αλήθεια μιας ανταγωνιστικής κι απάνθρωπης κοινωνίας που λειτουργεί (alas?) ακόμα με τους νόμους επιβίωσης της ζούγκλας.

Στόχος των έργων δεν είναι να τέρψουν με τα ευειδή τους χρώματα και μοτίβα, αν κι αρχικά το πετυχαίνουν, αλλά να προβληματίσουν, χωρίς να σοκάρουν, κι αυτό γίνεται αμέσως εμφανές ακόμα και στον πιο ανυποψίαστο θεατή, είτε το επιθυμεί είτε όχι. Το ωραίο παρουσιάζεται θελκτικό, αλλά χωρίς να καταφέρνει να κρύψει το κίβδηλο κι επικίνδυνο. Αντίθετα, το άσχημο και κτηνώδες, μοιάζει μέσα από τον ωμό κυνισμό του, τουλάχιστον αληθινό και γι? αυτό ίσως όμορφο? Η ομορφιά και η ασχήμια αποτυπώνονται μαζί σε μια σχέση θύτη-θύματος που βρίσκει δημιουργική διέξοδο σε Νέο-ρεαλιστικές απεικονίσεις και δανείζεται στοιχεία από την Pop-Art.«?και το τέρας μεταμορφώθηκε σε έναν όμορφο πρίγκιπα. Κι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.» Ή μήπως όχι;

http://www.artzone42.gr/
Αρχεία Εραλδικής & Γενεαλογικής Εταιρείας Ελλάδος.







Οίκος Κεφαλά-Ιστορική μελέτη γύρω από τους εν Ελλάδι Κεφαλάδες και τους κλάδους αυτών.

Τετάρτη 30 Ιανουαρίου 2013

Φιγούρες στο χρόνο


 
Η ατομική έκθεση «Φιγούρες στον Χρόνο», της Ιφιγένειας Αποστολοπούλου, που στεγάζεται για λίγες ακόμα μέρες στο Κέντρο Μελέτης Νεώτερης Κεραμικής (πρώην αρχοντικό Δημητρίου Πετροπούλου) αποτελεί την προσωπική εικαστική κατάθεση της ζωγράφου στην αιώνια γοητευτικά ελκυστική και παράλληλα ανεξάντλητη πηγή έμπνευσης για κάθε μορφή τέχνης: τον άνθρωπο.

Με εξπρεσιονιστική διάθεση και δυναμική παλέτα, η εικαστικός «πλάθει» με τον χρωστήρα της πρόσωπα οικεία μα ταυτόχρονα απόκοσμα, κοντινά μα και τόσο μακρινά, πρόσωπα, που κινούνται αέναα στον χρόνο και στον χώρο, εγκλωβίζοντας κάτι από την αιώνια αλήθεια που μας περιβάλλει. Μια έκθεση καθαρά ανθρωποκεντρική, με αφετηρία και τέρμα της την ανθρώπινη μορφή, επικεντρώνεται, μέσα από μία όχι τόσο ρεαλιστική όσο εμπειρική απεικονιστική αφήγηση, στην λυρική απόδοση του θέματος. Πανανθρώπινοι συμβολισμοί, σιωπηλά μηνύματα και βουβές σημασίες αναδύονται με ζωντάνια μέσα από κάθε ατομικό ή ομαδικό «πορτραίτο», καθιστώντας το εκάστοτε έργο οικείο και γνώριμο στον σύγχρονο θεατή.
 
Τα έργα αυτά μετουσιώνουν με τρόπο μοναδικό συναισθήματα και μνήμες, οδηγώντας μας μέσω μιας αληθινά ποιητικής και μεταφυσικής διάστασης στον πυρήνα της ανθρώπινης ύπαρξης. Μορφές αρχέγονες, πνευματικές μα κι απροκάλυπτα υλικές, μας ταξιδεύουν στον χώρο και στον χρόνο. Ο χώρος στα έργα της Ιφιγένειας Αποστολοπούλου αποκτά συμβολική διάσταση. Ο χρόνος, από την άλλη, ρευστοποιείται και φαίνεται να ακροβατεί σ' ένα αδιόρατο μεταίχμιο μεταξύ του χθες και του σήμερα, καθώς οδηγούμαστε σε μια υπέρβαση της καθιερωμένης αντίληψής του. Το να αιχμαλωτίσει η ζωγράφος μια συγκεκριμένη στιγμή στο διηνεκές του χρόνου είναι άνευ σημασίας. Αυτό που προέχει είναι η αποτύπωση του αιώνιου κι ασύλληπτου, η ουσία δηλαδή της ανθρώπινης φύσης.

Η Ιφιγένεια Αποστολόπουλου μας προσκαλεί σε ένα συναρπαστικό εικαστικό ταξίδι αναζήτησης κι αποκάλυψης της ψυχής μέσω της εύθραυστης ανθρώπινης μορφής, που στον καμβά της αποκαλύπτεται μέσα από ένα διαχρονικό παιχνίδι φυσικού- μεταφυσικού χώρου στο άπειρο.


Με αφορμή την έκθεση της Ιφιγένειας Αποστολοπούλου, η παιδική της φίλη και γνωστή τσεμπαλίστα Κατερίνα Κτώνα έδωσε στην παλαιά προγονική της οικία (ο Δημήτριος Πετρόπουλος, που έκτισε το όμορφο αυτό μεγαλοαστικό σπίτι στα τέλη του 19ου αι., υπήρξε προπάππος της) την περασμένη Κυριακή (22-01-2012) ένα ρεσιτάλ με τίτλο «Πορτραίτα κάτω από τα δάχτυλα μου». Μέσα σε μία ζεστή ατμόσφαιρα η εξαίρετη αυτή μουσικός εισήγαγε, με χιούμορ και γνώση, τους ακροατές στον κόσμο του ύστερου γαλλικού μπαρόκ της Αυλής του Louis XIV, του επονομαζόμενου Βασιλιά Ήλιου. Περιβαλλόμενοι από τα μυστηριακά πορτραίτα της εικαστικού, το κοινό απήλαυσε τα «μουσικά» πορτραίτα από τα Pieces de Clavecin των F. Couperin (1668-1733) & J. Duphly (1715-1789). Άλλοτε αφιερωμένα σε ευγενείς κι άλλοτε σε μουσικούς, τα έργα, που με δεξιοτεχνία και ευαισθησία εκτέλεσε η Κατερίνα Κτώνα, είναι πάνω απ' όλα μορφές και μουσικές εντυπώσεις ανάκλησης και μνήμης μιας περασμένης εποχής.

Το παρελθόν μετατράπηκε σε παρόν και η υπέρβαση μετουσιώθηκε σε πραγματικότητα. Οι μουσικές επιλογές της τσεμπαλίστας έδεσαν αρμονικά με τη ζωγραφική της εικαστικού χαρίζοντας στους παρευρισκόμενους ένα μαγικό ταξίδι στον ποικιλόμορφο χώρο της τέχνης.

ΖΗΝ ΕΝΤΕΧΝΩΣ-ΣΠΑΡΑΓΜΑΤΑ ΖΩΗΣ



 
 
Ο Αλέξανδρος Κεφαλάς γεννήθηκε στα Εξάρχεια της Αθήνας το 1977. Είναι απόφοιτος  με υψηλή διάκριση του Αμερικάνικου Κολλεγίου της Ελλάδας στον τομέα της Ιστορίας της Τέχνης. Έχει εργασθεί ως επιμελητής έκθεσης σε γκαλερί των Αθηνών και ασχοληθεί παράλληλα με τη διδασκαλία της ιστορίας της τέχνης. Δεν έχει ουδέποτε παρακολουθήσει μαθήματα ή σεμινάρια δημιουργικής γραφής και δεν ανήκει σε καμία ένωση, εταιρεία ή σύλλογο Ελλήνων συγγραφέων.Ως λογοτέχνης πρωτοεμφανίστηκε στα ελληνικά γράμματα το 2007. Ανέκαθεν ήταν δεινός αναγνώστης. Μετά τα τριάντα ένιωσε την εσώτερη ανάγκη να ασχοληθεί με τη λογοτεχνία. Έχει γράψει ιστορικά & σύγχρονα μυθιστορήματα, διηγήματα, ποίηση, παραμύθι, και είχε την τύχη να τα δει τυπωμένα παρά τους χαλεπούς καιρούς που διανύουμε. Από το 2012 συνεργάσθηκε με το λογοτεχνικό fanzin Αστυδρόμος ενώ σήμερα αρθρογραφεί στην εφημερίδα "Ο Πολίτης." Είναι, επίσης μέλος της Εραλδικής & Γενεαλογικής Εταιρείας Ελλάδος καθώς πιστεύει στην ιστορική έρευνα και τη διατήρηση της μνήμης.  Αρκετά άρθρα του σχετικά με την τέχνη και τη λογοτεχνία έχουν αναρτηθεί στο διαδίκτυο. Ασχολείται ερασιτεχνικά με την προκλασσική μουσική (σπινέτο) και ήταν μουσικός παραγωγός της εκπομπής Barocco στο Classical Radio.

Τίτλοι στη βάση Βιβλιονέτ
(2015) Μια ματιά στον κόσμο της Τζέιν Όστεν, Λέμβος
(2015) Μια ματιά στον κόσμο του Ονορέ ντε Μπαλζάκ, Λέμβος
(2014) Νυχτερινός διαβάτης, Λέμβος
(2013) Άπολις, Οδός Πανός
(2013) Γλυκό κυδώνι, Εκδόσεις Τσουκάτου
(2013) Ιερό πάθος, Άπαρσις
(2011) Επικίνδυνες συνδέσεις, Άπαρσις
(2007) Η Αγγλίδα κυρία, Διόπτρα
 
Συμμετοχή σε συλλογικά έργα
(2014) Τα ποιήματα του 2013, Κοινωνία των (δε)κάτων

 
Εξωτερικοί σύνδεσμοι:
 
 
 
 
 Κεφαλάς Α. Νεκρή Φύση, ελαιογραφία σε καμβά, 2011