Κάθε Κυριακή
ΣΑΝ ΕΜΠΑΙΝΕΣ ΜΕΣΑ σὲ ἀγκάλιαζε εὐθὺς ἕνα εὐχάριστο μυστηριῶδες ἄρωμα ποὺ σὲ μετέφερε σὲ ἄλλες πιό… ἁγνὲς ἐποχές. Ἔπρεπε νὰ περάσουν μερικὰ λεπτὰ γιὰ νὰ προσδιορίσεις τὶς λεπτὲς μυρωδιὲς ζάχαρης καὶ ψημένου ἀμύγδαλου ποὺ εἶχαν νοτίσει τὸν ἀέρα. Τὸ διαμέρισμά της, μὲ ὅλα ἐκεῖνα τὰ μαξιλαράκια, τὰ σεμεδάκια καὶ τὰ πλαστικὰ λουλούδια ποὺ περιμένει κανεὶς νὰ βρεῖ στὸ σπίτι μιᾶς γυναίκας τῆς ἡ...λικίας της, προκαλοῦσε ἔκπληξη στὸν ἀνυποψίαστο ἐπισκέπτη ποὺ σπάνια πέρναγε τὸ κατώφλι του. Κάθε γωνιά του ἦταν γεμάτη μὲ μικροσκοπικὰ ἀντικείμενα στὴν παλέτα τῶν ὁποίων κυριαρχοῦσε κυρίως τὸ θαλασσὶ καὶ τὸ ροδί. Καραβάκια, ἀνθρωπάκια, ζωάκια καὶ ὅ,τι μποροῦσε κανεὶς νὰ φανταστεῖ, κατασκευασμένα ἀπὸ ξύλο καὶ πηλὸ στὴν πλειονότητά τους ἀλλὰ κι ἀπὸ πορσελάνη καὶ ἀσήμι, λίγα κι ἐκλεκτά, κάλυπταν κάθε ἐπιφάνεια πάνω στὴν κονσόλα, στὴν ἐταζέρα, στὴ σιφονιέρα καὶ τὸ σκρίνιο τοῦ σαλονιοῦ. Τὸ ἴδιο αὐτὸ διακοσμητικὸ μοτίβο ἐπαναλαμβανόταν, μᾶλλον, σὲ κάθε δωμάτιο τοῦ μικροῦ σπιτιοῦ ἀλλὰ κανεὶς δὲν εἶχε ποτὲ προχωρήσει πέρα ἀπὸ τὸ καθιστικὸ γιὰ νὰ τὸ ἐπιβεβαιώσει. Κάποια ἀπὸ αὐτὰ τὰ μικρὰ ἀναθήματα πρέπει νὰ ξεπερνοῦσαν μισὸ αἰώνα ζωῆς, ὅπως μαρτυροῦσε ἡ ξεθωριασμένη καὶ παλιομοδίτικη ὄψη τους. Ἄλλα πάλι ἐπιδείκνυαν μὲ κραυγαλέο θράσος τὶς τάσεις τῶν καιρῶν. Μονάχα σὰν καθόσουν μπροστὰ ἀπὸ τὸ τραπεζάκι τοῦ σαλονιοῦ καταλάβαινες τὴν πηγὴ αὐτῆς τῆς γλυκερῆς μυρωδιᾶς ποὺ ἀναδυόταν μέσα ἀπὸ μία κρυστάλλινη φοντανιέρα· στὸ ἐσωτερικό της λαμπύριζαν σὰν μαργαριτάρια κάτω ἀπὸ τὸ φῶς τοῦ πολυελαίου πάλλευκα τὰ κουφέτα.
«Κράτα μιὰ καὶ γιὰ τὴν κυρὰ Ἀντωνία…» εἶπε βαριεστημένα ὁ διάκος στὸν νέο καντηλανάφτη δείχνοντας μὲ τὴν κεφαλή του μιὰ ἡλικιωμένη γυναίκα ποὺ περίμενε ὑπομονετικὰ στὰ στασίδια. Ἡ στεατοπυγική της σιλουέτα ἀσφυκτιοῦσε μέσα στὸ μαῦρο παλιό της ταγέρ, ἐνῶ πάλευε νὰ ξεφύγει ἀπὸ τὶς δίπλες του λαιμοῦ της μιὰ λεπτοδουλεμένη καδένα μὲ τὸ βαπτιστικό της σταυρουδάκι. Ὁ διάκονος συνέχισε τὸ ἴδιο ἀδιάφορα:
«Βρέξει-χιονίσει ἔρχεται στὸν ἐκκλησιασμὸ κάθε Κυριακὴ ἡ δόλια, χρόνια τώρα. Μένει καὶ στὰ μνημόσυνα καὶ τὶς βαπτίσεις… Γεροντοκόρη, μόνη…»
Σὰν τῆς πρόσφερε τὴν μπομπονιέρα ὁ καντηλανάφτης, μιὰ σειρὰ ἀπὸ πάλλευκα κουφέτα φώτισε τὸ ἄδολο χαμογελό της.