Παρασκευή 13 Νοεμβρίου 2015

Λογοτεχνικά σημεία και ‘τέρατα’ των καιρών…


       Οι ‘λογοτεχνικοί’ καιροί είναι δύσκολοι και το άρθρο αν και βιτριολικό σε αρκετά σημεία εντούτοις είναι αν μη τι άλλο αληθινό… Όσοι δεν αντέχουν να έρθουν αντιμέτωποι με την σκληρή αλήθεια που επικρατεί στο χώρο της ελληνικής βιβλιοπαραγωγής ή είναι υπέρ το δέον εύθικτοι θα τους συμβούλευα να το προσπεράσουν. Όπως και να έχει είμαι σίγουρος πως όλοι λίγο πολύ έχουμε ακούσει, έχουμε ψιθυρίσει ή είναι εν γνώσει μας τα κακώς κείμενα του χώρου αν και σπανίως τα συζητάμε φωναχτά πολύ περισσότερο δε τα βλέπουμε γραμμένα. Επειδή ‘Scripta Manent’ ας ξεκινήσουμε…

      Ακούμε συχνά πως η οικονομική κρίση έχει επηρεάσει βαθιά τον ήδη πολύπαθο χώρο των ελληνικών γραμμάτων, αλλά στις μέρες μας, μαζί με την αποδόμηση ενός ολόκληρου σαθρού κράτους, έχουμε θυσιάσει στο βωμό της ύφεσης μια ολόκληρη γενιά νέων λογοτεχνών που μάταια αναζητά να επικοινωνήσει με το αναγνωστικό της κοινό. Την τελευταία δεκαετία, άξιοι πρωτοεμφανιζόμενοι και μη λογοτέχνες, πολύ πριν σκάσει η μεταπολιτευτική φούσκα, αντιμετωπίζονται με αδιαφορία κι ενίοτε με αγένεια από το σύνολο του λεγόμενου εκδοτικού συστήματος (εκδότες, βιβλιοκριτικούς, περιοδικό τύπο, έντυπα ευρείας κυκλοφορίας, βιβλιοπωλεία κλπ). Με λύπη διαπιστώνω πως απουσιάζει πλέον η στοιχειώδης επαγγελματική ευγένεια ανάμεσα σε δημιουργό και εκδότη. Εκδοτικοί οίκοι, χωρίς καν να μπουν στον κόπο να διαβάσουν τη νέα αυτή σοδειά πνευματικής δημιουργίας (και δεν πρέπει να ξεχνάμε πως οι κρίσεις συνήθως ευνοούν τη δημιουργία), είτε στέλνουν ψυχρές απαντητικές επιστολές του τύπου: «Σας ευχαριστούμε για την πρότασή σας. Δυστυχώς, ο εκδοτικός μας προγραμματισμός είναι πλήρης (όλοι ξέρουμε τι σημαίνει αυτό…) και δεν μπορούμε να την εντάξουμε σε αυτόν», είτε αγνοούν τελείως τους νέους συγγραφείς. Υπάρχουν βέβαια και εξαιρέσεις που εγκύπτουν στο έργο που πέφτει στα χέρια τους, αλλά αδυνατούν να το εκδώσουν λόγω οικονομικών δυσχερειών. Δεν είναι λίγες οι φορές που ακούς από καθιερωμένους εκδότες του χώρου λόγια όπως : «Δεν χρειάζεται να σας μιλήσω για την αναμενόμενη εμπορική απήχηση των ποιοτικών κειμένων σας σε μια εποχή που η πραγματική λογοτεχνία έχει από χρόνια εξοστρακισθεί και που κυριαρχούν οι εντυπωσιακές πωλήσεις «μυθιστορημάτων» από γυναίκες και για γυναίκες, τα οποία αποτελούν ογκώδη και ελληνοποιημένη εκδοχή των παλαιότερων ‘Αρλεκιν’. Πολύ δε περισσότερο που, για αιτίες που σίγουρα γνωρίζετε, το πνευματικό επίπεδο του σύγχρονου αναγνώστη έχει κατεβεί δραματικά.Βέβαια, πάντα υπάρχει το καλό κοινό που ξέρει να επιλέγει. Αν είμαστε σε άλλες εποχές  θα είχαμε κάθε λόγο να το περιλάβουμε στις εκδόσεις του οίκου μας, πλην όμως,  αυτόν τον καιρό, λόγω των γνωστών σε όλους μας οικονομικών συνθηκών δεν έχουμε τη δυνατότητα».

     Συνεπώς η καλή ή πρωτοπόρα λογοτεχνία και οι δημιουργοί της, που δεν είχαν την τύχη να μεγαλουργήσουν σε εποχές παχιών αγελάδων, περιθωριοποιείται χάριν της εύπεπτης λογοτεχνίας παραλίας και των επανεκδόσεων παλαιότερων επιτυχημένων συγγραφέων. Δεν είναι τυχαίο πως οι Έλληνες λογοτέχνες των δεκαετιών ‘80, ‘90 έως και 2000 περίπου έχουν να επιδείξουν, οι περισσότεροι, ένα πλούσιο βιογραφικό, αφού ανά έτος, ή πολύ κοντά χρονικά, οτιδήποτε έγραφαν εκδιδόταν με ευκολία. Δεν έχει κάποιος παρά να ανατρέξει στις βιογραφίες του ΕΚΕΒΙ για του λόγου το αληθές. Οι νέοι λογοτέχνες, από την άλλη, ανεξάρτητα από την ποιότητα της δουλειάς τους πολλές φορές αναγκάζονται να αφήσουν για χρόνια στο συρτάρι τα έργα τους, αφού το τείχος των εκδοτικών είναι απροσπέλαστο. Αλλά ακόμα κι αν καταφέρουν μετά κόπων και βασάνων να το περάσουν κι αυτό, έχουν να συναντήσουν αρκετούς σκοπέλους μπροστά τους. Η χαρά μιας έκδοσης έχει δυστυχώς αντικατασταθεί με το άγχος μιας αμφίβολης και δύσκολης συνεργασίας. Ανέκαθεν ο λογοτέχνης ήταν ο «ριγμένος» της υπόθεσης (χαμηλά ποσοστά επί των πωλήσεων κλπ), αλλά σήμερα πολύ περισσότερο μια έκδοση ενέχει τον κίνδυνο μεγάλης οικονομικής στήριξης με ελάχιστα κέρδη, όχι πλέον από τον εκδότη, αλλά από τον ίδιο το λογοτέχνη. Φυσικά, όλοι οι τομείς της καλλιτεχνικής δημιουργίας έχουν μπει στην ίδια λογική. Για παράδειγμα, οι σύγχρονες γκαλερί ζητάνε ποσά ενοικίασης από τους καλλιτέχνες προκειμένου να προβάλλουν στις αίθουσές τους τη δουλειά τους και σχεδόν πάντα παίρνουν και κάποιο ποσοστό επί των πωλήσεων. Δυστυχώς, δεν απέχει και πολύ το σύγχρονο ελληνικό βιβλίο από αυτές τις «μεθόδους».

       Οι εκδοτικοί οίκοι ήταν και είναι επιχειρήσεις, πρωτίστως, δεν το ξεχνάμε. Οι ‘ροζ’ σειρές τους άλλωστε, κατά τα λεγόμενά τους, αυτόν τον επικουρικό ρόλο επιτελούν (στηρίζουν με τα έσοδα τους τις πιο ποιητικές…). Απλώς, στις μέρες μας έχουν πετάξει το προσωπείο των πυλώνων πολιτισμού που κάποτε φόραγαν. Δεν είναι τυχαίο πως αρκετοί απορρίπτουν εκ των προτέρων συγκεκριμένα «μη εμπορικά» είδη (όπως η ποίηση, το θέατρο, το δοκίμιο κλπ). Άλλοι πάλι στις επίσημες ιστοσελίδες τους ζητάνε (άκουσον άκουσον) συγκεκριμένο αριθμό λέξεων (γιατί τα ‘τούβλα’ των πεντακοσίων σελίδων ανεβάζουν και τη λιανική τιμή πώλησης…). Έτσι οι μεγάλοι και κραταιοί εκδότες, προσπαθώντας κερδοφόρα να επιβιώσουν, έχουν γίνει υπέρ το δέον επιλεκτικοί προωθώντας συγκεκριμένα «ονόματα» για τη σίγουρη εμπορική τους επιτυχία, ενώ οι πιο μικροί δρουν πλέον απροκάλυπτα ως τυπογραφεία ζητώντας από τη νέα γενιά λογοτεχνών που θέλει να δει το έργο της τυπωμένο υπέρογκα ποσά (της τάξεως των 2,000-3,000 ευρώ και περισσότερο ανάλογα με το τιράζ) χωρίς έπειτα να προβάλλουν ανάλογα τα βιβλία τους. Η συμμετοχή του λογοτέχνη στο κόστος της έκδοσης, η λεγόμενη συνέκδοση ή αυτοέκδοση, είναι «τακτική» συνηθισμένη πια. Πολλοί είναι οι νέοι δημιουργοί που πιστεύουν πως με αυτόν τον τρόπο θα κερδίσουν μια θέση στα ελληνικά γράμματα και καταφεύγουν  σε αυτήν τη λύση, αλλά πλανώνται πλάνην οικτράν. Σπάνια τα βιβλία τους μπαίνουν στις προθήκες των μεγάλων βιβλιοπωλείων, που ας μη γελιόμαστε είναι οι βασικές κοιτίδες επαφής με το αναγνωστικό κοινό. Επίσης το σύνολο των εφημερίδων και των εντύπων ευρείας κυκλοφορίας αγνοεί επιδεικτικά τα δελτία τύπου, ενώ οι βιβλιοκριτικοί δεν στέλνουν καν μια ευχαριστήρια απαντητική επιστολή για τις νέες κυκλοφορίες που έρχονται στα χέρια τους μέσω των μικρών αυτών εκδοτικών. Παντελής αδιαφορία από τα μέσα και μηδαμινή «επικοινωνία» του βιβλίου με το κοινό είναι το τελικό αποτέλεσμα μίας συνέκδοσης στις περισσότερες των περιπτώσεων. Μην ξεχνάμε πως υπάρχει πάντα ο κίνδυνος να εκδοθούν και λογοτεχνικά ‘σκουπίδια’ με την πρακτική αυτή. Ως υπεύθυνος λογοτεχνικής αξιολόγησης (αυτό που οι παλιοί καλούσαν ‘ο Αναγνώστης’) έχω απορρίψει κατά διαστήματα αρκετά κακογραμμένα χειρόγραφα και τρέμω στην ιδέα πως με την αυτοέκδοση πολλά εξ αυτών θα κυκλοφορήσουν.

     Εν αντιθέσει όσοι δημιουργοί κι εκδότες είναι καλύτερα δικτυωμένοι στον χώρο από την πρώτη κιόλας βδομάδα (καμιά φορά ακόμα και πριν την κυκλοφορία) έχουν να επιδείξουν εγκωμιαστικές κριτικές και ολοσέλιδα αφιερώματα του νέου έργου τους στο έντυπο και ηλεκτρονικό τύπο. Κατά καιρούς μέτρια βιβλία γνωστών εκδοτικών έχουν έρθει στα χέρια μου για τα οποία έχουν γραφτεί διθύραμβοι πριν καλά καλά βγουν από τις πρέσες του τυπογραφείου. Επίσης ολοένα και πιο συχνά ανθούν σεμινάρια κι εργαστήρια δημιουργικής γραφής που τα διαχειρίζονται πρωτοεμφανιζόμενοι ομότεχνοι του ενός βιβλίου ή άνθρωποι χωρίς τις απαραίτητες γνώσεις και σπουδές τις περισσότερες φορές με καλές όμως δημόσιες σχέσεις. Συνεπώς υπάρχει ένα σύστημα δύο ταχυτήτων στην νεοελληνική βιβλιοπαραγωγή και διανομή αλλά και στην υποδοχή από το λεγόμενο ‘σινάφι’ ή τις ‘συντεχνίες’ όπως αρεσκόταν να αποκαλεί τα παρεάκια ο αξέχαστος Μ. Κουμανταρέας. Δε θα αναφερθώ στις κριτικές επιτροπές των λογοτεχνικών βραβείων και στον τρόπο επιλογής των υποψηφίων καθώς κι εκεί οι διαδικασίες μάλλον χωλαίνουν και μόνο αξιοκρατικές δεν μπορούν να θεωρηθούν. Νεαρός συνάδελφος τις προάλλες με έκπληξη διαπίστωσε πώς έπρεπε να κάνει μόνος του μια αίτηση για την οποία κανείς δεν φρόντισε να τον ενημερώσει μιας και προερχόταν από μικρό  κι όχι γνωστό εκδοτικό οίκο. Επί λέξει η υπεύθυνη του κρατικού ετήσιου διαγωνισμού είπε : ‘δεν μπορούμε να ενημερωνόμαστε για κάθε νέο βιβλίο…’.  Εν έτει 2015! Τι κι αν οι ηλεκτρονικές βάσεις (ΟΣΔΕΛ/ΒΙΒΛΙΟΝΕΤ) είναι ενημερωμένες; Στα χέρια τους φτάνουν πάντα έργα συγκεκριμένων εκδοτικών οίκων κι από εκείνα γίνεται η επιλογή και η διανομή των διακρίσεων.  Δεν είναι τυχαίο πως διαρκώς στα διάφορα λογοτεχνικά βραβεία φιγουράρουν οι ίδιοι εκδότες και τα φιντάνια τους. Συνεπώς η ποιότητα δεν είναι πάντα το κριτήριο για την καλή εκδοτική πορεία και τη βράβευση ενός βιβλίου. Φυσικά το καλό βιβλίο, θα πουν ορισμένοι, δε χρειάζεται προβολή, βρίσκει το δρόμο του και δε θα διαφωνήσω. Με τον όρο όμως να έχει ίσες ευκαιρίες στις διόδους επαφής με το αναγνωστικό κοινό και τους κριτικούς, δηλαδή τα βιβλιοπωλεία, κυρίως τις μεγάλες αλυσίδες, τα λογοτεχνικά περιοδικά και τις εφημερίδες. Επίσης, οι εκδότες αλλά και οι βιβλιοκριτικοί δεν πρέπει να ξεχνάνε πως απαξιώνοντας ή αγνοώντας μία ολόκληρη γενιά νέων λογοτεχνών προβάλλοντας μονάχα όσους θέλουν, επιλέγουν μία τακτική που μελλοντικά ίσως γυρίσει εναντίον τους. Αν δε σπείρεις δε θα θερίσεις δε λέει ο πάνσοφος λαός μας; Απλά στα νεοελληνικά γράμματα προτιμώνται μάλλον συγκεκριμένες ποικιλίες σποράς και φίρμες παραγωγής. O tempora o mores…





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου