Τρίτη 19 Μαΐου 2015

Ιστορία "Μπονζαι..."

 
 
Κά­θε Κυ­ρια­κή
 
ΣΑΝ ΕΜΠΑΙΝΕΣ ΜΕΣΑ σὲ ἀγ­κά­λια­ζε εὐ­θὺς ἕ­να εὐ­χά­ρι­στο μυ­στη­ρι­ῶ­δες ἄ­ρω­μα ποὺ σὲ με­τέ­φε­ρε σὲ ἄλ­λες πιό… ἁ­γνὲς ἐ­πο­χές. Ἔ­πρε­πε νὰ πε­ρά­σουν με­ρι­κὰ λε­πτὰ γιὰ νὰ προσ­δι­ο­ρί­σεις τὶς λε­πτὲς μυ­ρω­δι­ὲς ζά­χα­ρης καὶ ψη­μέ­νου ἀ­μύ­γδα­λου ποὺ εἶ­χαν νο­τί­σει τὸν ἀ­έ­ρα. Τὸ δι­α­μέ­ρι­σμά της, μὲ ὅ­λα ἐ­κεῖ­να τὰ μα­ξι­λα­ρά­κια, τὰ σε­με­δά­κια καὶ τὰ πλα­στι­κὰ λου­λού­δια ποὺ πε­ρι­μέ­νει κα­νεὶς νὰ βρεῖ στὸ σπί­τι μιᾶς γυ­ναί­κας τῆς ἡ­...λι­κί­ας της, προ­κα­λοῦ­σε ἔκ­πλη­ξη στὸν ἀ­νυ­πο­ψί­α­στο ἐ­πι­σκέ­πτη ποὺ σπά­νια πέρ­να­γε τὸ κα­τώ­φλι του. Κά­θε γω­νιά του ἦ­ταν γε­μά­τη μὲ μι­κρο­σκο­πι­κὰ ἀν­τι­κεί­με­να στὴν πα­λέ­τα τῶν ὁ­ποί­ων κυ­ρι­αρ­χοῦ­σε κυ­ρί­ως τὸ θα­λασ­σὶ καὶ τὸ ρο­δί. Κα­ρα­βά­κια, ἀν­θρω­πά­κια, ζω­ά­κια καὶ ὅ,τι μπο­ροῦ­σε κα­νεὶς νὰ φαν­τα­στεῖ, κα­τα­σκευ­α­σμέ­να ἀ­πὸ ξύ­λο καὶ πη­λὸ στὴν πλει­ο­νό­τη­τά τους ἀλ­λὰ κι ἀ­πὸ πορ­σε­λά­νη καὶ ἀ­σή­μι, λί­γα κι ἐ­κλε­κτά, κά­λυ­πταν κά­θε ἐ­πι­φά­νεια πά­νω στὴν κον­σό­λα, στὴν ἐ­τα­ζέ­ρα, στὴ σι­φο­νι­έ­ρα καὶ τὸ σκρί­νιο τοῦ σα­λο­νιοῦ. Τὸ ἴ­διο αὐ­τὸ δι­α­κο­σμη­τι­κὸ μο­τί­βο ἐ­πα­να­λαμ­βα­νό­ταν, μᾶλ­λον, σὲ κά­θε δω­μά­τιο τοῦ μι­κροῦ σπι­τιοῦ ἀλ­λὰ κα­νεὶς δὲν εἶ­χε πο­τὲ προ­χω­ρή­σει πέ­ρα ἀ­πὸ τὸ κα­θι­στι­κὸ γιὰ νὰ τὸ ἐ­πι­βε­βαι­ώ­σει. Κά­ποι­α ἀ­πὸ αὐ­τὰ τὰ μι­κρὰ ἀ­να­θή­μα­τα πρέ­πει νὰ ξε­περ­νοῦ­σαν μι­σὸ αἰ­ώ­να ζω­ῆς, ὅ­πως μαρ­τυ­ροῦ­σε ἡ ξε­θω­ρι­α­σμέ­νη καὶ πα­λι­ο­μο­δί­τι­κη ὄ­ψη τους. Ἄλ­λα πά­λι ἐ­πι­δεί­κνυ­αν μὲ κραυ­γα­λέ­ο θρά­σος τὶς τά­σεις τῶν και­ρῶν. Μο­νά­χα σὰν κα­θό­σουν μπρο­στὰ ἀ­πὸ τὸ τρα­πε­ζά­κι τοῦ σα­λο­νιοῦ κα­τα­λά­βαι­νες τὴν πη­γὴ αὐ­τῆς τῆς γλυ­κε­ρῆς μυ­ρω­διᾶς ποὺ ἀ­να­δυ­ό­ταν μέ­σα ἀ­πὸ μί­α κρυ­στάλ­λι­νη φον­τα­νι­έ­ρα· στὸ ἐ­σω­τε­ρι­κό της λαμ­πύ­ρι­ζαν σὰν μαρ­γα­ρι­τά­ρια κά­τω ἀ­πὸ τὸ φῶς τοῦ πο­λυ­ε­λαί­ου πάλ­λευ­κα τὰ κου­φέ­τα.
«Κρά­τα μιὰ καὶ γιὰ τὴν κυ­ρὰ Ἀν­τω­νί­α…» εἶ­πε βα­ρι­ε­στη­μέ­να ὁ διά­κος στὸν νέ­ο καν­τη­λα­νά­φτη δεί­χνον­τας μὲ τὴν κε­φα­λή του μιὰ ἡ­λι­κι­ω­μέ­νη γυ­ναί­κα ποὺ πε­ρί­με­νε ὑ­πο­μο­νε­τι­κὰ στὰ στα­σί­δια. Ἡ στε­α­το­πυ­γι­κή της σι­λου­έ­τα ἀ­σφυ­κτι­οῦ­σε μέ­σα στὸ μαῦ­ρο πα­λιό της τα­γέρ, ἐ­νῶ πά­λευ­ε νὰ ξε­φύ­γει ἀ­πὸ τὶς δί­πλες του λαι­μοῦ της μιὰ λε­πτο­δου­λε­μέ­νη κα­δέ­να μὲ τὸ βα­πτι­στι­κό της σταυ­ρου­δά­κι. Ὁ δι­ά­κο­νος συ­νέ­χι­σε τὸ ἴ­διο ἀ­δι­ά­φο­ρα:
«Βρέ­ξει-χι­ο­νί­σει ἔρ­χε­ται στὸν ἐκ­κλη­σια­σμὸ κά­θε Κυ­ρια­κὴ ἡ δό­λια, χρό­νια τώ­ρα. Μέ­νει καὶ στὰ μνη­μό­συ­να καὶ τὶς βα­πτί­σεις… Γε­ρον­το­κό­ρη, μό­νη…»
Σὰν τῆς πρό­σφε­ρε τὴν μπομ­πο­νι­έ­ρα ὁ καν­τη­λα­νά­φτης, μιὰ σει­ρὰ ἀ­πὸ πάλ­λευ­κα κου­φέ­τα φώ­τι­σε τὸ ἄ­δο­λο χα­μο­γε­λό της.
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου