Κυριακή 28 Φεβρουαρίου 2016

Saltarello Macabre



Μια λογοτεχνική μονοκοντυλιά για τα 400 χρόνια από την πρώτη έκδοση του "Δον Κιχώτη." Ευχαριστώ τοβιβλίο.net για τη διαδικτυακή του φιλοξενία.



Τα πάντα γύρω του περιστρέφονταν σε μια ζοφερή δίνη μετά την τιτάνια αναμέτρηση με τους Γίγαντες. Όχι Γίγαντες! φώναζε ο Σάνσο Πάντσο, ο ιπποκόμος. Ανεμόμυλοι ήταν, έλεγε, οι θεόρατοι εκείνοι πολεμιστές. Τι ήξερε όμως αυτός, ένας αφελής χωρικός, από ιππότες και μάχες; Ανοιγόκλεινε πεσμένος στο υγρό χορτάρι τα μάτια του. Μικρες φωτεινές αχτίδες χόρευαν γύρω του ένα ατέρμονο σαλταρέλλο. Κι εκεί, ανάμεσα στις σκιές, τους είδε να εκτελούν τον μακάβριο χορό τους. Δεν ήταν άνθρωποι... Σκέλεθρα σαρκωμένα, με τα σάπια μέλη τους να αιωρούνται και τις κακοφορμισμένες τους πληγές να χάσκουν σε κάθε στροφή, σε κάθε πήδο και ρεβεράντζα. Έκλεισε τα μάτια. Η εικόνα της ντελικάτης Δουλσινέλας καθισμένη στο βιρτζινάλε[1] πήδηξε από τον λαβύρινθο του μυαλού του ολοκάθαρη. Του τραγουδούσε γλυκά, τείνοντάς του παράλληλα τα αλαβάστρινα ακροδάχτυλά της. Τα άγγιξε με αβρότητα, μα δεν ένιωσε τη θέρμη της σάρκας, μονάχα την κρυάδα του θανάτου...


Saltarello Macabre: Μακάβριο σαλταρέλο.

Saltarello: είδος ιταλικού χορού του 15ου αιώνα, με χαρακτηριστική φιγούρα το πήδημα (salto).

[1] Είδος μικρού πληκτροφόρου οργάνου, πρόγονος του αρπίχορδου.



ΠΗΓΗ: http://tovivlio.net/saltarello-macabre/

Τρίτη 23 Φεβρουαρίου 2016

Ἀλέξανδρος Κεφαλᾶς: Ἀποχαιρετισμός


Kefalas,Aleksandros-Apochairetismos-Eikona-02

Ἀ­πο­χαι­ρε­τι­σμός



01-ThitaΚΟΣΜΟΣ ΕΙΧΕ ΑΡΧΙΣΕΙ δει­λὰ-δει­λὰ νὰ συγ­κεν­τρώ­νε­ται στὴν ἐκ­κλη­σί­α. Πρω­ὶ σὲ κά­ποι­ον ἐ­παρ­χια­κὸ να­ό. Ἡ ἔκ­θε­ση τῆς σο­ροῦ, κα­τὰ τὸ μα­κά­βριο συ­νή­θει­ο τῶν μι­κρῶν κοι­νω­νι­ῶν, εἶ­χε ξε­κι­νή­σει μιὰ ὥ­ρα πρὶν τὴ νε­κρώ­σι­μο ἀ­κο­λου­θί­α. Ἐ­κεί­νη κεί­τον­ταν μέ­σα στὴν κά­σα στὸ κέν­τρο κά­τω ἀ­πὸ τὸν με­γά­λο κρυ­στάλ­λι­νο πο­λυ­έ­λαι­ο. Τὸ σά­βα­νο, τὰ ἄν­θη, ὅ­λα εὐ­τά­κτως ἐρ­ρι­μέ­να γύ­ρω της, ὕ­στα­τη πα­ρά­στα­ση στὴν ἀν­θρώ­πι­νη ὑ­πό­στα­ση πρὶν ἀ­πὸ τὴν τε­λι­κὴ αὐ­λαί­α. Οἱ στε­νοὶ συγ­γε­νεῖς, πρό­σω­πα πα­ρα­μορ­φω­μέ­να σὰν γοτ­θι­κὰ ἀ­κρο­κέ­ρα­μα, ἀ­πέ­ναν­τι πα­ρα­τε­ταγ­μέ­νοι· μά­ζα ὁ­μοι­ό­μορ­φη ἀ­π’ τὸν πό­νο, πα­ρα­δο­μέ­νη στὴ θλί­ψη. «Τί φτιά­νεις; Μὲ θυ­μᾶ­σαι; Βρὲ πῶς ἄλ­λα­ξες; Δὲ θὰ σὲ γνώ­ρι­ζα, κα­η­μέ­νε…» ψι­θύ­ρι­ζε τὸ λοι­πὸ συγ­γε­νο­λό­ι κα­θι­σμέ­νο σὲ πη­γα­δά­κια, ἀ­πο­ξε­νω­μέ­νο, συ­ναγ­μέ­νο ἀ­πὸ τὰ πέ­ρα­τα γιὰ τὸ θλι­βε­ρό τὸ χρέ­ος. Προ­σπα­θοῦ­σαν μὲ λύσ­σα μέ­σα σὲ λί­γα λε­πτὰ νὰ ἀ­να­πλη­ρώ­σουν τὰ χρό­νια ποὺ κύ­λη­σαν δί­χως νὰ τοὺς ρω­τή­σουν… Οἱ συ­στά­σεις με­τα­ξύ τῶν ἄ­γνω­στων συγ­γε­νῶν ἔ­παιρ­ναν κι ἔ­δι­ναν. Χαρ­μο­λύ­πη· λύ­πη γιὰ τὴν ἀ­πώ­λεια, χα­ρὰ γιὰ τὴ συ­νεύ­ρε­ση, ὑ­πεν­θύ­μι­ση τῆς θνη­τῆς τους φύ­σης. Τὰ νε­ό­τε­ρα μέ­λη τῆς οἰ­κο­γέ­νειας ἔ­βγα­ζαν μὲ τὰ ὑ­περ­σύγ­χρο­να κι­νη­τά τους «ἀ­να­μνη­στι­κὲς» φω­το­γρα­φί­ες τῆς νε­κρῆς καὶ κα­τευ­θύ­νον­ταν βι­α­στι­κὰ πρὸς τὸ προ­αύ­λιο γιὰ νὰ κα­πνί­σουν. Η post mortem βι­κτω­ρια­νὴ πα­ρά­δο­ση ἀ­να­βί­ω­νε χά­ριν τῆς τε­χνο­λο­γί­ας τοῦ εἰ­κο­στοῦ πρώ­του αἰ­ώ­να…
       Μιὰ φι­γού­ρα σκε­βρω­μέ­νη δι­ά­βη­κε ἀ­νά­με­σά τους σι­ω­πη­λή. Λί­γοι τὴν πα­ρα­τή­ρη­σαν, λι­γό­τε­ροι τῆς ἔ­δω­σαν ση­μα­σί­α. Πλη­σί­α­σε τὸ ἀ­νοι­χτὸ φέ­ρε­τρο, σταυ­ρο­κο­πή­θη­κε μὲ εὐ­λά­βεια καὶ προ­σκύ­νη­σε τὸν «ἐ­πι­τά­φιο» τρεῖς φο­ρές. Ἔ­κο­ψε ἔ­πει­τα μὲ δυ­σκο­λί­α, μὲ στρε­βλω­μέ­να δά­χτυ­λα ἀ­πὸ ἀρ­θρι­τι­κά, τὰ λευ­κὰ ἄν­θη ἀ­πὸ τὰ χρυ­σάν­θε­μα καὶ τὰ γα­ρύ­φαλ­λα ποὺ εἶ­χε φέ­ρει μα­ζί της καὶ τὴν ἔρ­ρα­νε. Φί­λη­σε τὸ μέ­τω­πο χω­ρὶς νὰ αἰ­σθαν­θεῖ τὴν κρυά­δα τοῦ θα­νά­του. Μὲ δά­κρυ­α στὰ μά­τια στά­θη­κε γιὰ λί­γο πρὶν ἀ­πο­χω­ρή­σει κου­νών­τας τὰ σταυ­ρω­μέ­να χέ­ρια της τρυ­φε­ρά.
       «Ἄν­τε… ἄν­τε… σύ­ρε, Βα­σι­λι­κού­λα μου…» εἶ­πε σι­γα­λὰ κι ἔ­φυ­γε βου­βή.
       Δὲν ἦ­ταν συγ­γε­νὴς μή­τε γει­τό­νισ­σα, φί­λη παι­δι­κὴ ἦ­ταν…

Bonsai-03c-GiaIstologio-04
ΠΗΓΗ:https://bonsaistoriesflashfiction.wordpress.com/2016/01/28/aleksandros-kefalas-apochairetismos/