Τρίτη 23 Φεβρουαρίου 2016

Ἀλέξανδρος Κεφαλᾶς: Ἀποχαιρετισμός


Kefalas,Aleksandros-Apochairetismos-Eikona-02

Ἀ­πο­χαι­ρε­τι­σμός



01-ThitaΚΟΣΜΟΣ ΕΙΧΕ ΑΡΧΙΣΕΙ δει­λὰ-δει­λὰ νὰ συγ­κεν­τρώ­νε­ται στὴν ἐκ­κλη­σί­α. Πρω­ὶ σὲ κά­ποι­ον ἐ­παρ­χια­κὸ να­ό. Ἡ ἔκ­θε­ση τῆς σο­ροῦ, κα­τὰ τὸ μα­κά­βριο συ­νή­θει­ο τῶν μι­κρῶν κοι­νω­νι­ῶν, εἶ­χε ξε­κι­νή­σει μιὰ ὥ­ρα πρὶν τὴ νε­κρώ­σι­μο ἀ­κο­λου­θί­α. Ἐ­κεί­νη κεί­τον­ταν μέ­σα στὴν κά­σα στὸ κέν­τρο κά­τω ἀ­πὸ τὸν με­γά­λο κρυ­στάλ­λι­νο πο­λυ­έ­λαι­ο. Τὸ σά­βα­νο, τὰ ἄν­θη, ὅ­λα εὐ­τά­κτως ἐρ­ρι­μέ­να γύ­ρω της, ὕ­στα­τη πα­ρά­στα­ση στὴν ἀν­θρώ­πι­νη ὑ­πό­στα­ση πρὶν ἀ­πὸ τὴν τε­λι­κὴ αὐ­λαί­α. Οἱ στε­νοὶ συγ­γε­νεῖς, πρό­σω­πα πα­ρα­μορ­φω­μέ­να σὰν γοτ­θι­κὰ ἀ­κρο­κέ­ρα­μα, ἀ­πέ­ναν­τι πα­ρα­τε­ταγ­μέ­νοι· μά­ζα ὁ­μοι­ό­μορ­φη ἀ­π’ τὸν πό­νο, πα­ρα­δο­μέ­νη στὴ θλί­ψη. «Τί φτιά­νεις; Μὲ θυ­μᾶ­σαι; Βρὲ πῶς ἄλ­λα­ξες; Δὲ θὰ σὲ γνώ­ρι­ζα, κα­η­μέ­νε…» ψι­θύ­ρι­ζε τὸ λοι­πὸ συγ­γε­νο­λό­ι κα­θι­σμέ­νο σὲ πη­γα­δά­κια, ἀ­πο­ξε­νω­μέ­νο, συ­ναγ­μέ­νο ἀ­πὸ τὰ πέ­ρα­τα γιὰ τὸ θλι­βε­ρό τὸ χρέ­ος. Προ­σπα­θοῦ­σαν μὲ λύσ­σα μέ­σα σὲ λί­γα λε­πτὰ νὰ ἀ­να­πλη­ρώ­σουν τὰ χρό­νια ποὺ κύ­λη­σαν δί­χως νὰ τοὺς ρω­τή­σουν… Οἱ συ­στά­σεις με­τα­ξύ τῶν ἄ­γνω­στων συγ­γε­νῶν ἔ­παιρ­ναν κι ἔ­δι­ναν. Χαρ­μο­λύ­πη· λύ­πη γιὰ τὴν ἀ­πώ­λεια, χα­ρὰ γιὰ τὴ συ­νεύ­ρε­ση, ὑ­πεν­θύ­μι­ση τῆς θνη­τῆς τους φύ­σης. Τὰ νε­ό­τε­ρα μέ­λη τῆς οἰ­κο­γέ­νειας ἔ­βγα­ζαν μὲ τὰ ὑ­περ­σύγ­χρο­να κι­νη­τά τους «ἀ­να­μνη­στι­κὲς» φω­το­γρα­φί­ες τῆς νε­κρῆς καὶ κα­τευ­θύ­νον­ταν βι­α­στι­κὰ πρὸς τὸ προ­αύ­λιο γιὰ νὰ κα­πνί­σουν. Η post mortem βι­κτω­ρια­νὴ πα­ρά­δο­ση ἀ­να­βί­ω­νε χά­ριν τῆς τε­χνο­λο­γί­ας τοῦ εἰ­κο­στοῦ πρώ­του αἰ­ώ­να…
       Μιὰ φι­γού­ρα σκε­βρω­μέ­νη δι­ά­βη­κε ἀ­νά­με­σά τους σι­ω­πη­λή. Λί­γοι τὴν πα­ρα­τή­ρη­σαν, λι­γό­τε­ροι τῆς ἔ­δω­σαν ση­μα­σί­α. Πλη­σί­α­σε τὸ ἀ­νοι­χτὸ φέ­ρε­τρο, σταυ­ρο­κο­πή­θη­κε μὲ εὐ­λά­βεια καὶ προ­σκύ­νη­σε τὸν «ἐ­πι­τά­φιο» τρεῖς φο­ρές. Ἔ­κο­ψε ἔ­πει­τα μὲ δυ­σκο­λί­α, μὲ στρε­βλω­μέ­να δά­χτυ­λα ἀ­πὸ ἀρ­θρι­τι­κά, τὰ λευ­κὰ ἄν­θη ἀ­πὸ τὰ χρυ­σάν­θε­μα καὶ τὰ γα­ρύ­φαλ­λα ποὺ εἶ­χε φέ­ρει μα­ζί της καὶ τὴν ἔρ­ρα­νε. Φί­λη­σε τὸ μέ­τω­πο χω­ρὶς νὰ αἰ­σθαν­θεῖ τὴν κρυά­δα τοῦ θα­νά­του. Μὲ δά­κρυ­α στὰ μά­τια στά­θη­κε γιὰ λί­γο πρὶν ἀ­πο­χω­ρή­σει κου­νών­τας τὰ σταυ­ρω­μέ­να χέ­ρια της τρυ­φε­ρά.
       «Ἄν­τε… ἄν­τε… σύ­ρε, Βα­σι­λι­κού­λα μου…» εἶ­πε σι­γα­λὰ κι ἔ­φυ­γε βου­βή.
       Δὲν ἦ­ταν συγ­γε­νὴς μή­τε γει­τό­νισ­σα, φί­λη παι­δι­κὴ ἦ­ταν…

Bonsai-03c-GiaIstologio-04
ΠΗΓΗ:https://bonsaistoriesflashfiction.wordpress.com/2016/01/28/aleksandros-kefalas-apochairetismos/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου