Δευτέρα 25 Σεπτεμβρίου 2017

Αλέξανδρος Κεφαλάς… «Ασχολούμαι με την πόλη μου, την εποχή μου, με πράγματα που μου λένε κάτι»


«Νομίζω, η αλήθεια είναι κάτι που λείπει. Όχι μόνο από τη Λογοτεχνία αλλά γενικότερα από τη ζωή μας»,
 Αλέξανδρος Κεφαλάς


Το καλοκαίρι τέλειωσε. Φθινόπωρο πια. Σεπτέμβρης κι όλοι επιστρέφουμε στην κανονική ζωή: στα σπίτια, στις δουλειές, στην καθημερινότητα μας. Έτσι, ξεκινάμε κι εμείς εδώ στο MUSEEKART και τη στήλη «Συναντήσεις Στη Πόλη» το δεύτερο κύκλο συνεντεύξεων ή καλύτερα συναντήσεων. Συναντήσεις με ανθρώπους που έχουν να μοιραστούν πράγματα μαζί μας.

Συνέντευξη και φωτογραφίες συνάντησης : Χάρης Γαντζούδης

Η επιλογή του προσώπου, για αυτή την πρώτη συνάντηση μετά το καλοκαίρι, δεν ήταν δύσκολη. Τον γνώρισα μέσα από κάποιες συγκυρίες πριν από λίγους μήνες. Όλο αυτό το διάστημα είχαμε ανταλλάξει κάποια μηνύματα εκτίμησης. Υπήρχε στο μυαλό μου πως κάποια στιγμή θα κάναμε αυτή τη συνάντηση. Τον Αύγουστο διάβασα τη συλλογή διηγημάτων «Νυχτερινός Διαβάτης» που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Λέμβος και το “κάποια στιγμή”, έγινε Πέμπτη, 5 Σεπτεμβρίου στις 18:00 στο Μοναστηράκι. Πάμε λοιπόν μαζί να γνωρίσουμε καλύτερα τον συγγραφέα Αλέξανδρο Κεφαλά.



Η ώρα είναι 17:50 και βγαίνω από την έξοδο προς Αθηνάς του Ηλεκτρικού Σταθμού. Όση ώρα περιμένω προσπαθώ να φανταστώ πως θα κυλήσει η συνάντηση. Μα δεν κατάφερα να έχω μια απάντηση καθώς τον είδα να με πλησιάζει. Περπατήσαμε στα στενά του Ψυρρή, στον πεζόδρομο της οδού Ηφαίστου για να καταλήξουμε στην Πλατεία Αβησσυνίας και στο όμορφο Λουκούμι Bar.

Σε όλη τη διαδρομή είπαμε πολλά. Ο Αλέξανδρος άνετος και φιλικός, έδιωξε την όποια αμηχανία. Κι έτσι, χαλαρά και όμορφα ξεκίνησε και η συζήτηση μας στη σκιά του Ιερού Βράχου.

Γεννήθηκες, μεγάλωσες και μέχρι και σήμερα μένεις στα Εξάρχεια. Τι σημαίνει για εσένα αυτή η περιοχή;

«Τα Εξάρχεια σημαίνουν για εμένα δυο πράγματα. Καταρχάς, είμαι κατά το ήμισυ Εξαρχειώτης και θα το διευκρινίσω αυτό. Γεννήθηκα το 1977 στα Εξάρχεια. Οι παππούδες μου ήταν ήδη στην περιοχή, στη γειτονιά πίσω από το Μουσείο όπου μένω και σήμερα, από τη δεκαετία του ’50. Αλλά προς τα μέσα της δεκαετίας του ’80 με τους γονείς μου μετακομίσαμε λόγω γκετοποίησης της περιοχής, στου Ζωγράφου. Αλλά επειδή εξακολουθούσαν να είναι οι παππούδες κάτω, κάθε Σαββατοκύριακο πηγαίναμε να τους δούμε. Οπότε, μεγάλωσα σα δεύτερη γειτονιά στα Εξάρχεια. Μπορεί να είμαι γέννημα αλλά κατά το ήμισυ θρέμμα Εξαρχειώτης. Οπότε τα Εξάρχεια σημαίνουν πολλά πράγματα διότι τα βίωσα και με πολλά πρόσωπα τα οποία άλλαξαν στην πορεία. Είναι τα παιδικά μου χρόνια, τα ανέμελα. Σίγουρα είναι συνυφασμένα με παιδικές μνήμες, θύμησες, με τα νεανικά χρόνια: τα πρώτα μεθύσια, διασκεδάσεις… και πλέον είναι και ο μόνιμος τόπος κατοικίας μου, με όλα τα καλά και τα κακά που συνεπάγεται του να ζει κάποιος στο Κέντρο. Άρα είναι κάτι εμβληματικό που με ακολουθεί από την ημέρα της γέννησης μου μέχρι και σήμερα. Είναι τα πάντα τα Εξάρχεια, είναι η πατρίδα μου».

Και αυτά τα βιώματα είναι ο λόγος που συχνά στις ιστορίες σου συναντάμε το Κέντρο της πόλης;

«Νομίζω υπάρχει σαν αναπόσπαστο κομμάτι των ιστοριών. Ιδίως των αστικών. Είτε ως πρώτο πλάνο δηλαδή αναφέρομαι κατευθείαν σε αυτό, δλδ είναι εμφανές στον αναγνώστη. Είτε σε δεύτερο πλάνο, προς τα πίσω. Ακόμα και κάποια διηγήματα που αναφέρονται στην επαρχεία, έχουν ένα αστικό υπόβαθρο. Θυμίζουν ότι οι ήρωες έχουν να κάνουν με την Πόλη. Αλλά σε κάποια άλλα είμαι πολύ άμεσος, οι ιστορίες διαδραματίζονται στα Εξάρχεια».

Έφυγες λοιπόν από τα Εξάρχεια και τώρα επέστρεψες. Γιατί;

«Γιατί νομίζω όλοι αναζητάμε τις ρίζες μας. Μπορεί να θέλουμε κάποια στιγμή να απομακρυνθούμε από αυτές, αλλά υπάρχει πάντα ένας ομφάλιος λώρος που μας δένει με αυτές. Αισθάνομαι άνετα στα Εξάρχεια και νομίζω θα εξακολουθήσω να μένω εκεί για πάντα. Δε θέλω να εγκαταλείψω το Κέντρο. Είμαι από τους επίμονους κατοίκους του. Νομίζω ότι πρέπει να το διεκδικήσουμε το Κέντρο».

Εντοπίζεις διαφορές στο Κέντρο του χθες και του σήμερα;

«Πολλές. Δυο διαφορές που μπορείς εύκολα να διακρίνεις είναι η καθαριότητα και η ασφάλεια. Στα νιάτα μου έπαιζα στο πάρκο της Τοσίτσας, στο Πεδίον του Άρεως, στο λόφο του Στρέφη. Επίσης το Κέντρο ήταν πολύ καθαρό. Μέχρι τα μέσα τουλάχιστον της δεκαετίας του ’80. Οι διαφορές είναι επίσης στον κόσμο. Πλέον είναι ένα χωνευτήρι τα Εξάρχεια και γενικότερα οι γειτονιές του Κέντρου. Αυτό είναι καλό και κακό βέβαια γιατί ζούμε σε πολιτισμικές κοινωνίες όπου ερχόμαστε σε επαφή με πολλά πράγματα, αλλά και το γεγονός ότι αλλάζει. Βλέπεις νέα ροή κόσμου, νέα μαγαζιά, στέκια. Είναι αυτό που λέγαμε και πριν στη βόλτα μας: η Αθήνα και οι γειτονιές του Κέντρου είναι ένα ζωντανό κύτταρο. Αυτό είναι το καλό. Παλιά ήταν πιο αστικοποιημένες οι περιοχές. Υπήρχε το προσωπείο του καθωσπρεπισμού. Τώρα είναι πιο εναλλακτικό το Κέντρο. Έχει πολλές επιλογές. Αισθάνομαι πιο άνετα να ζω εκεί».

Συχνά όμως και ειδικά τα Εξάρχεια στοχοποιούνται…

«Ναι, από ανθρώπους που δεν τα γνωρίζουν. Δηλαδή οι κάτοικοι των Εξαρχείων βλέποντας τα δελτία ειδήσεων λένε “Τα μεγαλοποιείτε λίγο τα πράγματα. Δε συμβαίνουν έτσι… ”. Ακόμη κι εγώ που μένω πολύ κοντά στο Μουσείο που γίνονται αυτά τα γεγονότα, δεν παίρνω πρέφα. Είναι μικρής κλίμακας. Κατευθυνόμενα από συγκεκριμένους χώρους. Βασικά δε φοβάμαι στα Εξάρχεια. Νιώθω ασφάλεια».



Ας αφήσουμε για λίγο τα Εξάρχεια. Έχεις σπουδάσει Ιστορία της Τέχνης. Δώσε μου το δικό σου ορισμό για το τι είναι Τέχνη;

«Είναι η ανάγκη για δημιουργία. Δεν είναι απαραίτητα η ομορφιά. Είναι πολλά πράγματα. Κυρίως, για εμένα, είναι η έκφραση. Οποιοσδήποτε έχει την ανάγκη να εκφραστεί και το κάνει είτε με το λόγο είτε με τις εικαστικές τέχνες, είτε με τη μουσική είναι καλλιτέχνης, δημιουργός. Το αποτέλεσμα δε θα το κρίνω εγώ. Δεν είμαι κριτικός. Υπάρχουν τεχνοκριτικοί για να κρίνουν. Είναι και θέμα προσωπικού γούστου. Αλλά Τέχνη είναι η δημιουργία, τίποτα άλλο».

Και η Λογοτεχνία πως προέκυψε στη ζωή σου;

«Όπως το λες, προέκυψε. Δεν ήμουν από τα παιδιά που ήταν συνέχεια με ένα μπλοκάκι κι έγραφε ποιήματα, στίχους, διηγήματα… Διάβαζα πάρα πολύ οπότε ίσως μπήκε στη ζωή μου με τη μορφή της ανάγνωσης. Αλλά αργότερα, στα Πανεπιστημιακά μου χρόνια και ειδικά στο τελευταίο έτος του Κολεγίου, αισθάνθηκα την ανάγκη να γράψω κάτι δικό μου. Κι έτσι βγήκε το πρώτο μου μυθιστόρημα που είχα και την τύχη του πρωτάρη, δηλαδή εκδόθηκε πολύ εύκολα κι από έναν μεγάλο εκδοτικό οίκο. Βέβαια τα επόμενα, έπεσαν συγκυριακά στην περίοδο της κρίσης και αγωνίστηκα για να βγουν. Αλλά ναι, το πρώτο προέκυψε. Ήταν μια προσωπική ανάγκη που βρήκε το δρόμο της μέσα από τη συγγραφή».

Το μυθιστόρημα αυτό είχε τον τίτλο “Η Αγγλίδα Κυρία” και κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Διόπτρα. Τι θυμάσαι έντονα από εκείνη την περίοδο;

«Θυμάμαι ότι δεν υπήρχε βράδυ που να μην κάθομαι μπροστά από τον υπολογιστή και να γράφω, να διορθώνω, να οργανώνω γιατί ήταν και η πρώτη μου επαφή με τη συγγραφή και “τρίφτηκα”. Ήταν σα να έκανα ένα σεμινάριο δημιουργικής γραφής μόνος μου γράφοντας, σκίζοντας, διαλύοντας. Οπότε ήταν αρκετά κοπιαστικό. Επίσης ήταν επηρεασμένο από τα αναγνώσματα μου εκείνης της περιόδου. Επειδή διάβαζα τότε Κλασική Ευρωπαϊκή Λογοτεχνία, μάλλον προσπάθησα να μιμηθώ αυτό το είδος, αυτή τη σχολή του 19ου αιώνα. Είναι θεωρητικά ένα ιστορικό μυθιστόρημα που γράφτηκε από έναν Έλληνα αλλά αναφέρεται στην Αγγλία και την Ιταλία. Δεν ξέρω πως μου βγήκε. Τώρα που το βλέπω το νιώθω σαν νεανικό ατόπημα. Δε θα καταπιανόμουν τώρα με κάτι τέτοιο».

Άγνοια κινδύνου;

«Ναι, κι αν μου έλεγες τώρα να το επανέκδιδα θα ήμουν πολύ επιφυλακτικός. Ενώ πήγε καλά, το πήρε ένας μεγάλος εκδοτικός, είχε καλές πωλήσεις, κανείς δεν έγραψε κάποια αρνητική κριτική, δηλαδή είχε μια σοβαρότητα ως ένα ιστορικό μυθιστόρημα, νομίζω δεν είχε καμία επαφή με την ελληνική πραγματικότητα και εγώ ως Αθηναίος πεζογράφος κυρίως, θέλω να ασχολούμαι με την πόλη μου, με την εποχή μου, με πράγματα που μου λένε κάτι αυτή τη στιγμή. Οπότε δε θα το επανέκδιδα με τίποτα».

Να ασχολείσαι με ότι συμβαίνει τώρα… Αυτό είναι ανάγκη;

«Νομίζω είναι δείγμα ωριμότητας. Για αυτό το βλέπω σα νεανικό ατόπημα. Ζούσα σε ένα φανταστικό κόσμο τον οποίο αποτύπωσα, εκδόθηκε για καλή μου τύχη, πήγε καλά αλλά ως εκεί. Το ίδιο συμβαίνει και με το δεύτερο βιβλίο, “Ιερό Πάθος”. Ήταν στο ίδιο ύφος. Η πραγματική λογοτεχνική μου ταυτότητα ήταν στο τρίτο μου βιβλίο. Τα δυο πρώτα ήταν πειραματικά».


Η ώρα πέρασε. Αφήσαμε το Λουκούμι και περπατήσαμε ως το Ζάππειο και την έκθεση βιβλίου. Εκεί καθίσαμε στο περίπτερο των εκδόσεων Λέμβος και συνεχίσαμε την κουβέντα μας.

Από το 2007 που έκανες την πρώτη σου εμφάνιση στη Λογοτεχνία μέχρι και σήμερα, έχεις ασχοληθεί με όλα τα είδη: ποίηση, διήγημα, μυθιστόρημα, παραμύθι… Που αισθάνεσαι πιο άνετα;

«Βασικά ασχολήθηκα με όλα γιατί μου αρέσει να πειραματίζομαι. Αν για παράδειγμα ήμουν ζωγράφος, δε θα δούλευα μόνο το λάδι. Θα ήθελα να δω και την ακουαρέλα, τα παστέλ… Γιατί και ο λόγος έχει πολλά μέσα έκφρασης. Οπότε η ποίηση ήταν ανάγκη που βγήκε μια δεδομένη στιγμή και προσπάθησα να πειραματιστώ με τον έμμετρο λόγο. Αλλά τον εαυτό μου τον βρίσκω μέσα από την πεζογραφία. Θεωρώ τον εαυτό μου πεζογράφο. Δε βάζω ταμπέλες απλά νομίζω εκφράζομαι καλύτερα με τον πεζό λόγο. Εκεί βρίσκω τον Αλέξανδρο ως λογοτέχνη».

Τον Αλέξανδρο ως άνθρωπο σε ποιο έργο σου τον συναντάμε περισσότερο; Φοβάσαι αυτή την έκθεση;

«Όχι, την έκθεση δε την φοβήθηκα ποτέ. Δε με αφορά. Αν ο δημιουργός πρώτος λογοκρίνει το έργο του, έχει χάσει ένα μεγάλο επικοινωνιακό παιχνίδι γιατί το έργο τέχνης πρέπει να έχει μέσα το στοιχείο της επικοινωνίας. Αν εσύ δεν είσαι αληθινός απέναντι σε αυτά που γράφεις και φοβάσαι να εκτεθείς πως περιμένεις να το αποδεχτεί ένας άγνωστος; Τώρα τον Αλέξανδρο νομίζω τον συναντάμε περισσότερο στο “Νυχτερινός Διαβάτης”. Έχει αρκετά στοιχεία από τη δική μου προσωπικότητα. Οι ήρωες μου έχουν ψήγματα της προσωπικότητας και της ιδιοσυγκρασίας μου χωρίς να είναι ο καθρέφτης του εαυτού μου. Αλλά επειδή το τελευταίο ομότιτλο διήγημα είναι αρκετά αυτό-αναφορικό, νομίζω ότι όποιος με ξέρει καλά διακρίνει στοιχεία μου».


Την έκθεση δε την φοβάσαι. Την κριτική;

«Δεν τη φοβάμαι γιατί αν θεωρείς ότι έχεις γράψει κάτι το οποίο είναι άρτιο, δεν υπάρχει κακή κριτική. Μπορεί να αρέσει, μπορεί και όχι. Αν για παράδειγμα ένα μυθιστόρημα είναι καλογραμμένο, ανεξάρτητα αν αρέσει η πλοκή ή ο χαρακτήρας σε κάποιον, νομίζω δεν έχεις να φοβάσαι κάτι. Ακόμα κι από την πιο αυστηρή κριτική μπορείς κάτι να πάρεις. Είμαι τυχερός. Όσες κριτικές μου έχουν κάνει είναι θετικές οπότε δεν έχω βιώσει μια πραγματικά κακή κριτική που να με ρίξει ψυχολογικά. Αλλά νομίζω έχει να κάνει και με την εμπιστοσύνη που έχεις εσύ ως δημιουργός στο έργο σου. Αν το πιστεύεις εσύ θα το πιστέψουν και οι άλλοι».

Και μιας και μιλάμε για τη συλλογή “Νυχτερινός Διαβάτης”, πως προέκυψε και ποια μηνύματα κρύβονται πίσω από τις δέκα ιστορίες;

«Η συνεργασία με τις Εκδόσεις Λέμβος προέκυψε από το βιβλίο μου που είχε προηγηθεί. Είχα γράψει ένα ιστορικό μυθιστόρημα “Γλυκό Κυδώνι” που βασίζεται σε αληθινή ιστορία των θείων της μητέρας μου που ήταν από τις Κυδωνίες της Μ. Ασίας, το Αϊβαλί, το οποίο εξέδωσε η μητέρα του εκδότη μου Δημήτρη Τσουκάτου , η Πηνελόπη που είχε τις εκδόσεις Τσουκάτου. Ο Δημήτρης εκείνη την περίοδο δημιουργούσε τις εκδόσεις Λέμβος και ήταν σε αναζήτηση νέων συγγραφέων και λογοτεχνών. Όταν μετά από ένα χρόνο ολοκλήρωσα τα σύγχρονα μου διηγήματα, τα έδωσα στο Δημήτρη ο οποίος τα διάβασε, του άρεσαν και έγινε η πρώτη συλλογή διηγημάτων που εξέδωσαν οι εκδόσεις Λέμβος. Έτσι προέκυψε η συνεργασία μας με το Δημήτρη η οποία ήταν πολύ καλή σε όλα τα επίπεδα. Τώρα, ο “Νυχτερινός Διαβάτης” ασχολείται με την πόλη. Κινείται στο πλαίσιο του κοινωνικού ρεαλισμού και του αστικού μυθιστορήματος. Είναι δέκα διαφορετικές ιστορίες οι οποίες ασχολούνται σίγουρα με τη φθορά. Μερικές είναι και λίγο επικριτικές, ειρωνικές με την αλήθεια που προσπαθούμε να κρύψουμε πολλές φορές. Σε κάποια παρουσίαση μου είπαν ότι αυτή η συλλογή είναι κατά του μικροαστισμού. Ίσως και να είναι γιατί στο τέλος τραβάω την κουρτίνα κι αφήνω τους ήρωες μου “γυμνούς” στα μάτια του θεατή. Θέλω την απροκάλυπτη αλήθεια. Νομίζω η αλήθεια είναι κάτι που λείπει. Όχι μόνο από τη Λογοτεχνία αλλά γενικότερα από τη ζωή μας. Οπότε μέσα από τη δική μου Λογοτεχνία προσπαθώ να αποκαλύψω την αλήθεια. Αυτό που βιώνουμε και ζούμε σήμερα».

Γιατί πιστεύεις ότι λείπει η αλήθεια;

«Νομίζω έχουμε γίνει λίγο υπόδουλοι του lifestyle, της εικόνας μας. Κρυβόμαστε λίγο πίσω από το δάχτυλο μας. Όλοι προβάλουμε προς τα έξω μια άλλη εικόνα από αυτό που είμαστε και νομίζω ένας καλλιτέχνης αυτό πρέπει να κάνει: να αποκαλύπτει την αλήθεια. Νομίζω ένα διαχρονικό έργο είναι το αληθινό έργο. Αυτό που μεταφέρει άμεσα το μήνυμα, αυτό που θέλει να πει ο δημιουργός».

Φανατικός αναγνώστης από μικρός. Αγαπημένα βιβλία; Σε ποια γυρνάς ξανά και ξανά;

«Γυρνάω στα βιβλία της Τζέιν Όστεν. Τα έξι μεγάλα έργα της τα έχω διαβάσει 2-3 φορές. Μου αρέσει πολύ ο Μπαλζάκ και το βιβλίο του “Η γεροντοκόρη”, “Το πορτρέτο μιας κυρίας” του Χένρι Τζέιμς, “Η πανούκλα” του Καμύ, “Επιστροφή στο Χάουαρντς Εντ” του Έντουαρντ Φόρστερ. Από τους δικούς μας του Καραγάτση τα “Γιούγκερμαν”, ”Η Μεγάλη Χίμαιρα”, τα έργα του Θεοτοκά, του Λαπαθιώτη του οποίου διάβασα τελευταία τα πεζά του και τα λάτρεψα. Ταυτίστηκα πάρα πολύ μαζί του. Έχω πάρα πολλά αγαπημένα και πάντα φοβάμαι μην αδικήσω κάποια που δεν ανέφερα».

Από σύγχρονους; Υπάρχουν νέες λογοτεχνικές φωνές που ξεχωρίζεις;

«Υπάρχουν αλλά δε θα αναφερθώ συγκεκριμένα γιατί αν κάποιος μας διαβάσει θα πει 'γιατί δεν ανέφερε εμένα;' Θα μου επιτρέψεις λοιπόν να μην αναφερθώ σε ονόματα αλλά υπάρχουν σύγχρονοι και νεαρότατοι αξιόλογοι συγγραφείς σίγουρα. Απλά εγώ είμαι λίγο δύσκολος. Σπάνια θα διαβάσω. Θα πρέπει να είναι κάποιος γνωστός μου, φίλος να μου δώσει το βιβλίο του. Δηλαδή αν πάω σε ένα βιβλιοπωλείο θα πάω κατευθείαν στην ξένη λογοτεχνία, στους κλασικούς ή στους δικούς μας προγενέστερους συγγραφείς. Και πρέπει σίγουρα να πιστεύω κάποιον για να τον διαβάσω. Αλλά σίγουρα υπάρχουν αξιόλογες φωνές και είναι παρήγορο που στις μέρες που ζούμε ο κόσμος γράφει και γράφει και καλά. Οι Έλληνες γράφουν καλά».

Από τους κλασικούς, υπάρχει κάποιος που να επηρέασε και το δικό σου τρόπο γραφής;

«Από τους Έλληνες ο Καραγάτσης. Μου αρέσει πολύ η γραφή του. Από τους ξένους σίγουρα ο Μπαλζάκ που υπήρξε πολυγραφότατος, ανήσυχο πνεύμα, που κι εκείνος κατέγραψε την κοινωνία της εποχής του».

Αθήνα 2017. Τι αγαπάς και τι μισείς στη Πόλη;

«Την αγαπάω την Πόλη. Παρόλα τα κακά του να ζει κάποιος στο Κέντρο. Την αγαπάω και προσπαθώ να βλέπω τα όμορφα. Περπατάω σε ένα βρόμικο δρόμο και θα δω το ωραίο γκράφιτι και όχι τα σκουπίδια. Καθόμαστε εδώ και θα χαζέψω την Ακρόπολη και όχι τις στέγες που είναι σε άθλια κατάσταση. Προσπαθώ επιλεκτικά να βλέπω τα καλά της Πόλης. Αγαπάω αυτό που σου είπα: ότι είναι ένα ζωντανό κύτταρο. Μια πόλη που διαρκώς αλλάζει, μεταμορφώνεται και παραμορφώνεται κάποια στιγμή, δυστυχώς. Αλλά ξαναβρίσκει πάλι την ταυτότητα της κι αυτό μου αρέσει. Μισώ τη μιζέρια που μας έχει επιβληθεί λόγω των χαλεπών καιρών που ζούμε. Δε μπορώ να βλέπω πια αυτά τα μίζερα, θλιμμένα πρόσωπα των Αθηναίων».

Πιστεύεις ότι έχουμε “βολευτεί” κάπως σε αυτή τη μιζέρια;

«Η ανθρώπινη φύση μου φαίνεται έχει μια τάση να γκρινιάζει, να μιζεριάζει. Όσο όμως παρατείνεται αυτή η κατάσταση δεν είναι εύκολο να δει το αισιόδοξο. Ο πιο ψαγμένος κόσμος όπως οι καλλιτέχνες που έχουμε την τάση να αναζητούμε το ωραίο, το κάνουν. Ο μέσος Έλληνας πνίγεται στα προβλήματα του κι αυτό είναι που μισώ στους Αθηναίους πλέον. Είναι εγκλωβισμένος και δε σηκώνει το κεφάλι να δει το γαλάζιο του ουρανού. Μένει κάτω, με το κεφάλι στο βρώμικο πεζοδρόμιο».

Τι πιστεύεις ότι μας οδήγησε στο να μην μπορούμε να δούμε το γαλάζιο του ουρανού;

«Είναι συνισταμένη πολλών παραγόντων. Δε θα πω όλα αυτά τα γνωστά, τα κατευθυνόμενα από τα μέσα ενημέρωσης κτλ. Αηδίες. Νομίζω είναι καθαρά προσωπικό. Είτε το έχεις είτε όχι. Είναι και θέμα παιδείας. Ένας άνθρωπος που κοιτάζει την αυτό-ολοκλήρωση του και προσπαθεί να γίνει καλύτερος, σίγουρα θα αναζητήσει το ωραίο ακόμα και στα δύσκολα. Ένας άνθρωπος που έχει μάθει να ζει βολεμένα, δηλαδή θέλει τη δουλίτσα του, το μισθούλι του, τη συνταξούλα του … όταν του έρχονται τα προβλήματα και μια κατάσταση που του αναιρεί το πλάνο, δε μπορεί να δει την εναλλακτική. Θάβεται κάτω από αυτό. Οπότε νομίζω είναι θέμα προγραμματισμού. Ο μέσος Έλληνας είχε μάθει να ζει βολεμένος, ξεβολεύτηκε ξαφνικά και δε μπορεί να δει την εναλλακτική του να μάθει να ζει διαφορετικά, να μάθει να βιώνει το τώρα. Αυτό είναι που ξεχνάμε πολλοί: να ζούμε το παρόν και να αναζητούμε το καλό μέσα στο παρόν».

Μια μέρα χωρίς Λογοτεχνία τι περιλαμβάνει;

«Υπάρχουν πολλές μέρες χωρίς Λογοτεχνία από άποψη συγγραφής. Περνάω περιόδους που δεν γράφω. Γράφω μόνο όταν έχω κάτι να πω ή με κατακλύζει η έμπνευση. Άρα πολλές μέρες δε γράφω. Διαβάζω βέβαια πολύ. Περιλαμβάνει, λοιπόν, βόλτες στην Πόλη με το σκύλο μου, μαθήματα Ιστορίας της Τέχνης στη σχολή που διδάσκω, επισκέψεις σε εκδοτικούς, ήσυχα απογεύματα στο σπίτι, όμορφα βράδια στην Πόλη και τώρα το φθινόπωρο κινηματογράφο, θέατρο, συναυλίες…».

Έμπνευση, εύκολη ή δύσκολη υπόθεση;

«Δύσκολο είναι να εστιάσεις γιατί ιδέες έρχονται. Το δύσκολο είναι να εστιάσεις σε μια και να την αναπτύξεις και γύρω της να δημιουργήσεις ένα βιβλίο. Δόξα τω Θεώ μου έρχονται ιδέες, εμπνεύσεις αλλά πρέπει να ωριμάσει μέσα μου μια ιδέα για να κάτσω μπροστά από έναν υπολογιστή και να την καταθέσω».

Κλείνοντας την όμορφη συζήτηση μας θα ήθελα να μου πεις τα επόμενα σχέδια σου.

«Στο τυπογραφείο βρίσκεται ήδη η επόμενη μου συλλογή διηγημάτων στην οποία εξερευνώ τη μικρή φόρμα και θα κυκλοφορήσει μέσα στα χρόνο επίσης από τις Εκδόσεις Λέμβος. Έχω ξεκινήσει εδώ και τρία χρόνια να γράφω ένα καινούργιο μυθιστόρημα το οποίο δεν ξέρω που θα με πάει ακόμη. Του δίνω χρόνο. Επίσης, έχω γράψει κάποια ποιήματα τα οποία δεν ξέρω αν θα ενταχθούν ποτέ σε μια συλλογή. Προς το παρόν υπάρχουν στο σημειωματάριο μου».

Η συνάντηση με τον Αλέξανδρο Κεφαλά ήταν από τις καλύτερες Συναντήσεις Στη Πόλη. Έκανα έναν καινούργιο φίλο, με κέφι, ενέργεια και όρεξη για δημιουργία. Σε ευχαριστώ Αλέξανδρε και ανυπομονώ για τα επόμενα.

Πηγή: http://www.museekart.com/archives/5522

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου