Τρίτη 17 Νοεμβρίου 2015

Η δική μου επέτειος...



     Κάθε χρόνο σαν σήμερα κατηφορίζαμε από νωρίς με τον παππού τον φαρδύ δρόμο της Τοσίτσα. Φρεσκοξυρισμένος, μύριζε λεβάντα, μες το καλοσιδερωμένο του κοστούμι, φορώντας τον αιώνια βαρύ κοκάλινο σκελετό γυαλιών του με έπαιρνε απ' το χέρι αμίλητος. Μου άρεσε να νιώθω την παγωμένη αίσθηση από το χρυσό σεβαλιέ του στη ζεστή μου παλάμη. Η περίσταση, για λόγους που ως παιδί δεν καταλάβαινα, ήταν σοβαρή και η σιωπή του παππού καθ' όλη τη διάρκεια της πρωινής μας βόλτας το επιβεβαίωνε. Σταματούσαμε για λίγο σ' ένα ανθοπωλείο κοντά στην οδό Μπουμπουλίνας όπου αγόραζε το ίδιο σοβαρός και βλοσυρός μια ανθοδέσμη με δέκα επτά άλικα γαρύφαλλα. Με επιδέξιες κινήσεις έκοβε πάντα το ένα και μου το έδινε. Προσπαθούσα να το κρατώ όσο πιο ντελικάτα μπορούσα πιστεύοντας πως με το παραμικρό άγαρμπο σφίξιμο του χεριού μου ο λεπτός του κορμός, ο πράσινος μίσχος και τα κατακόκκινα πέταλα θα γίνονταν σκόνη... Σαν φτάναμε, μετά από μερικά λεπτά, στην ανοιχτή πύλη του Πολυτεχνείου που φάνταζε γιορτινό με όλα εκείνα τα πολύχρωμα πανό, τα επαναστατικά τραγούδια να ακούγονται από τα μεγάφωνα και το πολύβουο μελίσσι των ανθρώπων που πηγαινοερχόταν, άλλοι χαμογελαστοί κι άλλοι με μάτια υγρά, περιμέναμε υπομονετικά τη σειρά μας στην ουρά που οδηγούσε στο 'μνημείο.' Οι λέξεις ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ, ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΑΓΩΝΑΣ γραμμένες κι εκείνες με κόκκινα γράμματα παντού έμοιαζαν να μεγαλώνουν τούτες τις στιγμές και μαζί τους θαρρείς πως μεγάλωνα άξαφνα κι εγώ. Το τεράστιο 'κεφάλι' έπλεε σε μια κόκκινη θάλασσα από λουλούδια και στεφάνια. Το μέγεθος του μου προκαλούσε εντύπωση αλλά και κάποιο φόβο. Όσο κι αν ήθελα να κάτσω πάντα λίγο περισσότερο για να το περιεργαστώ μετά την 'ιεροτελεστία' της κατάθεσης ο παππούς βιαζόταν να επιστρέψουμε σπίτι για το οικογενειακό τραπέζι. Σε κάθε επέτειο η γιαγιά άνοιγε την τραπεζαρία για να υποδεχθεί τη φαμίλια της. Καθώς ανηφορίζαμε τον πεζόδρομο, κι εγώ με ένοχο βλέμμα κοιτούσα κλεφτά την μαρμαρένια πάνω στην οποία τόσες φορές είχα σκαρφαλώσει παίζοντας, ο παππούς σταματούσε πάντοτε μπροστά από ένα χαμηλό παράθυρο στα δεξιά του δρόμου. Εκεί με τον γερασμένο δείκτη του μου έδειχνε ένα βαθούλωμα από σφαίρα στο σιδερένιο καφασωτό. Οι ρυτίδες στο μέτωπό του έμοιαζαν πιο βαθιές εκείνη την ώρα. Τότε μονάχα κι εγώ απέτινα τον δικό μου 'παιδικό' φόρο τιμής αφήνοντας πάνω του το άλικο γαρυφαλλάκι. Ποτέ δεν έμαθα τι ακριβώς είχε γίνει σ' αυτό το σημείο, αν σκοτώθηκε ή τραυματίστηκε κάποιος γνωστός, άγνωστος ή συγγενής. Αλλά θυμάμαι πως κάθε φορά σταματούσαμε σε εκείνο το λαβωμένο καφασωτό...

     Ο παππούς έπαθε εγκεφαλικό και οι επισκέψεις στο Πολυτεχνείο συνεχίστηκαν κάθε χρόνο με τη γιαγιά. Η γιαγιά ήταν πιο ομιλητική από τον παππού. Μιλούσε για εκείνες τις 'μαύρες μέρες...'. Μιλούσε για τους στρατιώτες και τους ελεύθερους σκοπευτές που τους έλεγαν να μην βγαίνουν στα μπαλκόνια γιατί μπορεί να 'φάνε' καμιά αδέσποτη. Μιλούσε για τα κουδούνια που χτυπούσαν δαιμονικά εκείνο το βράδυ και πως βρήκαν στο διαμέρισμά τους καταφύγιο κάποιοι φοιτητές. Μιλούσε, τέλος, και για ένα 'κακόμοιρο' παιδί κάθε φορά που ανηφορίζαμε τον πεζόδρομο και στεκόμασταν μπροστά από το χαμηλό παράθυρο με το σιδερένιο καφασωτό. Όταν πέθανε η γιαγιά οι επετειακές μας επισκέψεις σταμάτησαν τελείως.

Σήμερα δεν κατεβαίνω πια στο Πολυτεχνείο...

Πηγή: 
http://tovivlio.net/%CE%B7-%CE%B4%CE%B9%CE%BA%CE%AE-%CE%BC%CE%BF%CF%85-%CE%B5%CF%80%CE%AD%CF%84%CE%B5%CE%B9%CE%BF%CF%82/

    

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου