Παρασκευή 15 Ιανουαρίου 2016

Η Κατερίνα Ευαγγέλου – Κίσσα συνομιλεί με τον συγγραφέα Αλέξανδρο Κεφαλά



Αλέξανδρος Κεφαλάς, Κατερίνα Ευαγγέλου - Κίσσα




Ο Αλέξανδρος Κεφαλάς είναι ένας νέος άνθρωπος σχεδόν ιδιαζόντως μοντέρνος, μα παράλληλα «παλαιάς κοπής». Έχει καταφέρει να συνδυάσει δύο διαφορετικά προφίλ. Εκείνο του αντικομφορμιστή αντάρτη, που εξεγείρεται έναντι κάθε κοινωνικής αδικίας και ρατσιστικής διάκρισης, μαζί με εκείνο του αβρού, στυλάτου bon viveur.


Πνεύμα ανήσυχο, με βαθιές κοινωνικές αναζητήσεις, ιδιαιτέρως ευαίσθητος μα παράλληλα τόσο σταθερά δυναμικός. Τον Αλέξανδρο τον χαρακτηρίζει η ευγένεια και η εξαιρετική αίσθηση του savoir vivre, ασχέτως εάν ηθελημένα το αγνοεί κατά καιρούς. Τα γραπτά του ταλαντεύονται ανάμεσα στον ρομαντισμό και την ωμή, αφτιασίδωτη πραγματικότητα. Αγαπά άκρα αντίθετα, είναι άκρα αντίθετα. Με τον Αλέξανδρο θα μπορούσε κάποιος να απολαύσει ένα εξαιρετικό δείπνο υπό το φως των κεριών, πίνοντας ένα πανάκριβο πόρτο και αναλύοντας την ιστορία της τέχνης. Τον Αλέξανδρο θα μπορούσε επίσης κάποιος να τον δει ζωσμένο με πανό και ντουντούκες, να διαδηλώνει υπέρ του συμφώνου συμβίωσης, περπατώντας αγόγγυστα για πολλά χιλιόμετρα.


Αυτό που αγάπησα στον Αλέξανδρο και αποφάσισα να τον συμπεριλάβω στου Όμορφους Ανθρώπους μου, είναι το θάρρος του και η ευγένειά του. Έχει γνώμη και άποψη και πάντα εκφράζεται ανοιχτά, ακόμα και εάν αυτό μπορεί να του κοστίσει. Καταπιάνεται με εκ διαμέτρου αντίθετα θέματα και τα καταφέρνει μια χαρά. Και πάνω απ ‘όλα, τηρεί τις ισορροπίες, σαν σωστός gentleman.


Είναι χαρά μου που σήμερα σας παρουσιάζω έναν νέο, πολλά υποσχόμενο, Όμορφο Άνθρωπο. Καλωσορίζω τον Αλέξανδρο Κεφαλά στις σελίδες του βιβλίου μας και τον ευχαριστώ ιδιαιτέρως τόσο για την φιλική του διάθεση όσο και για την προθυμία του.


Σπούδασες Ιστορία της Τέχνης. Τί ήταν αυτό που σε ώθησε σε αυτό το αντικείμενο;


Ανέκαθεν λάτρευα την ιστορία και εν γένει οτιδήποτε έχει σχέση με το παρελθόν. Το πρώτο μου δίπλωμα ήταν πάνω στη Συντήρηση Έργων Τέχνης & Αρχαιοτήτων αλλά φύση κυρίως θεωρητική ως είμαι αποφάσισα μετά το στρατιωτικό μου να συνεχίσω τις σπουδές μου πάνω στην Ιστορία της Τέχνης. Πιστεύω πως ασυνείδητα στην απόφαση αυτή επέδρασε η διαρκής αναζήτηση του κάλλους σε όλες τις εκφάνσεις του και δη στην τέχνη, που από μικρή ηλικία με ‘έτρωγε’. Είμαι ευαίσθητος στο ‘ωραίο’ σε οποιαδήποτε μορφή το συναντώ, συνεπώς ο χώρος της τέχνης δε θα μπορούσε να με αφήσει ασυγκίνητο. Άλλωστε πάντα πρέσβευα πως οι σπουδές είναι θέμα καθαρά προσωπικού ‘βίτσιου’ και δεν πρέπει να έχουν μόνο σχέση με την επαγγελματική μας αποκατάσταση.


Πώς προέκυψε η ενασχόλησή σου με την συγγραφή;



Όντας στο τελευταίο έτος του κολεγίου κι ενώ είχα να παραδώσω ένα πλήθος εργασιών άρχισα, ίσως και από αντίδραση, να γράφω το πρώτο μου μυθιστόρημα εποχής («Η Αγγλίδα Κυρία» εκδόσεις ΔΙΟΠΤΡΑ). Κοιτάζοντας πίσω μετά από τόσα χρόνια δεν μπορώ να πω με βεβαιότητα τι ήταν εκείνο που με ώθησε στη συγγραφή. Ποτέ μου δεν ανήκα σε κάποια λογοτεχνική λέσχη και ουδέποτε παρακολούθησα τα λεγόμενα ‘σεμινάρια δημιουργικής γραφής’ που έχουν γίνει τελευταία του συρμού. Ήμουν και θέλω να πιστεύω πως ακόμα είμαι δεινός αναγνώστης – τότε κυρίως της ευρωπαϊκής κλασσικής λογοτεχνίας, εξ ου και η θεματογραφία αλλά και το ύφος του πρώτου μου πονήματος ήταν επηρεασμένα απ’ αυτήν. Η συγγραφή προέκυψε τελείως φυσικά, σα μια συνέχεια των αναγνωσμάτων μου. Υποδόρια σίγουρα υπήρξε κάποια εσωτερική ανάγκη έκφρασης κι επικοινωνίας, καθώς τότε ήμουν πιο εσωστρεφής και κλειστός, συνεπώς με τη συγγραφή ανακάλυψα έναν απελευθερωτικό κώδικα επαφής τόσο με τον ψυχισμό μου όσο και με τον ‘έξω’ κόσμο.


Τα θέματά σου είναι κατά κύριο λόγο ανθρωποκεντρικά. Τί είναι αυτό που σε ιντριγκάρει για να ασχοληθείς μαζί τους και να γράψεις; Τί σε εμπνέει περισσότερο;



Δε θα μπορούσαν να είναι κάτι άλλο… Είμαι θιασώτης του κοινωνικού ρεαλισμού. Δεν μπορώ να ταυτιστώ με οτιδήποτε εξωπραγματικό. Ok, η λογοτεχνία αποτελείται σε μεγάλο ποσοστό από μυθοπλασία, αλλά προτιμώ το είδος εκείνο που δεν στερείται ρεαλιστικής βάσης. Ο άνθρωπος αλλά και το περιβάλλον του με απασχολούν πάντα είτε καταπιάνομαι με το ιστορικό είτε με το σύγχρονο μυθιστόρημα/διήγημα/ποίημα. Μέσα από την παρατήρηση και την καταγραφή, το ‘μασκάρεμα’ της αλήθειας σε ιστορίες, προσπαθώ να ανακαλύψω τα κίνητρα και να αποκωδικοποιήσω τις ανθρώπινες συμπεριφορές. Με ενδιαφέρει ο άνθρωπος κι όχι συνήθως όσα αυτός πρεσβεύει, αλλά κυρίως τα όσα κρύβει. Ως αντικείμενο, άλλωστε, για όλες τις τέχνες είναι πηγή ανεξάντλητη, κι ας φαίνεται εκ πρώτης όψεως κοινότυπη. Ζούμε σε κοινωνίες, οι διαπροσωπικές σχέσεις καλύπτουν μεγάλο μέρος της ζωής μας, κι αυτό που πιστεύω πως θα μείνει σε έναν μελλοντικό μελετητή της λογοτεχνίας είναι η αποτύπωση της δικής μας αλήθειας όπως τη ζούμε εδώ και τώρα.


Τί είδους λογοτεχνία αγαπάς περισσότερο και γιατί; Ονόμασέ μας κάποιους αγαπημένους σου συγγραφείς και αιτιολόγησέ μας την προτίμησή σου.

Όπως προείπα, μου αρέσει ο ρεαλισμός στη λογοτεχνία και ιδίως οι συγγραφείς που με μαεστρία ξεδιπλώνουν τις πτυχές των ηρώων τους και το πώς αυτοί κινούνται στον πραγματικό χωροχρόνο της κάθε ιστορίας. Το ψυχογράφημα αλλά και η συσχέτιση ήρωα/περιβάλλοντος στην αφήγηση είναι μείζονος σημασίας για μένα. Γι’ αυτόν το λόγο ταυτίζομαι περισσότερο με τα έργα από την κλασσική ευρωπαϊκή λογοτεχνία, της Όστεν, του Μπαλζάκ, της Γκάσκελ, του Χένρι Τζέιμς, του Φόρστερ και τόσων άλλων, ενώ από τη δική μας νεοελληνική λογοτεχνία (με όλες τις ‘γενιές’ της) ξεχωρίζω το έργο του Καραγάτση, του Χατζή, του Ταχτσή, του Κουμανταρέα και τόσων άλλων που για λόγους συντομίας παραλείπω. Αυτές οι ερωτήσεις για τις λογοτεχνικές προτιμήσεις νομίζω πως φέρνουν πάντα σε δύσκολη θέση έναν συγγραφέα, καθώς υπάρχει πάντα ο κίνδυνος να ξεχάσει αγαπημένους ‘γραφιάδες’ που θαυμάζει και επιδρούν καταλυτικά στο έργο του. Είμαι σίγουρος πως έχω κάνει το ίδιο…









Πιστεύεις πως η ελληνική βασική παιδεία, έτσι όπως έχει διαμορφωθεί αυτή σήμερα, προάγει την αγάπη για τις τέχνες και τον πολιτισμό;


Εννοείται πως όχι και λυπάμαι αν είμαι κατηγορηματικός. Από τα δικά μου σχολικά χρόνια μέχρι και σήμερα οι αποτυχημένες εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις δυστυχώς ακόμα δίνουν έμφαση στη στείρα απομνημόνευση σε βάρος της κριτικής σκέψης και στις εξειδικευμένες γνώσεις με μοναδικό στόχο την επαγγελματική αποκατάσταση . Αυτό φυσικά συμβαίνει και σε πανεπιστημιακό επίπεδο. Έχουμε εγγράμματους χωρίς καμία πνευματική καλλιέργεια ή γνώση γύρω από τη λογοτεχνία, τη μουσική, το θέατρο κι εν γένει τις εικαστικές τέχνες. Δε διδασκόμαστε αρκούντως στα σχολειά μας για τη δική μας μακραίωνη καλλιτεχνική ιστορία και τους εκπροσώπους της .Η ανάπτυξη του καλλιτεχνικού αισθητηρίου είναι καθαρά θέμα προσωπικής αναζήτησης στη χώρα μας. Και είναι κρίμα, γιατί λόγω ιστορίας θα έπρεπε να είναι στον πυρήνα της παιδείας μας…


Ποια είναι η γνώμη σου για τους σημερινούς νέους συγγραφείς των ελληνικών γραμμάτων; Πιστεύεις ότι έχουμε αξιόλογες δουλειές που προσθέτουν στην πνευματική καλλιέργεια των αναγνωστών;


Όσο στερεότυπο κι αν ακούγεται, όπως κάθε κρίση έτσι και η δική μας ευνοεί τη δημιουργία. Υπάρχουν αρκετοί ομότεχνοι που αξίζει να διαβαστούν, γιατί έχουν μια ιδιαίτερη οπτική για τα πράγματα. Δε θα μπω στη διαδικασία να ξεχωρίσω ή να κατονομάσω συναδέλφους, γιατί πολύ φοβάμαι πως κάποιον θα αδικήσω. Παρ’ όλα αυτά υπάρχει κόσμος που γράφει (κι αναφέρομαι στη σοβαρή λογοτεχνία και όχι στη ροζ παραφιλολογία και τα ευπώλητα βιβλία παραλίας) και αρκετοί εξ αυτών γράφουν καλά. Στα χέρια μου μάλιστα κατά καιρούς φτάνουν χειρόγραφα νέων επίδοξων συγγραφέων που αξίζουν να διαβαστούν. Το κακό είναι ότι λόγω των χαλεπών καιρών οι εκδοτικοί έχουν γίνει υπέρ το δέον επιλεκτικοί και δε δίνουν πάντα βήμα σε νέους ανθρώπους, αν δεν έχουν και τις κατάλληλες πάντα δημόσιες σχέσεις (γιατί να το κρύψωμεν άλλωστε) και θα σταματήσω εδώ… Λογοτεχνικά σημεία και τέρατα των καιρών μας, δυστυχώς. Δε γνωρίζω πώς θα χαρακτηριστεί η γενιά μας στο μέλλον (μεταπολιτευτική ίσως;) πάντως σίγουρα έχει να επιδείξει αξιόλογες φωνές.


Ποια η γνώμη σου για τα σεμινάρια δημιουργικής γραφής; Πώς αισθάνεσαι για τα e-books;


Για τα σεμινάρια δημιουργικής γραφής οι απόψεις διίστανται και εν Ελλάδι ακόμα δε με έχουν κερδίσει για τον εξής λόγο: δε γίνονται συστηματοποιημένα όπως στο εξωτερικό τις τελευταίες δεκαετίες. Συμπεριφερόμαστε λες και τα ανακαλύψαμε ξαφνικά και προσπαθούμε ακόμα να ‘οργανωθούμε’ και να δούμε τι ‘παίζει’ με αυτό το φαινόμενο… Για παράδειγμα, διοργανώνονται από διάφορους φορείς επίσημους και μη (από λέσχες ανάγνωσης και βιβλιοπωλεία μέχρι ιδιωτικές σχολές και εκπαιδευτήρια), δεν υπάρχει κάποιο συγκεκριμένο πρόγραμμα (επαφίεται η διδακτέα ύλη και η προσέγγιση στον εκάστοτε οργανωτή/διδάσκοντα), τέλος οι διδάσκοντες προέρχονται κυριολεκτικά από παντού (από καταξιωμένους λογοτέχνες με πολλές εκδόσεις και πανεπιστημιακούς θεωρητικούς μέχρι απλούς φιλολόγους και πρωτοεμφανιζόμενους του ενός βιβλίου κοκ). Αν η δημιουργική γραφή πρέπει να ‘διδαχθεί’, ας την αντιμετωπίσουμε ως επιστήμη κι όχι ερασιτεχνικά όπως συμβαίνει. Επίσης δεν πρέπει να ‘πουλάμε’ φύκια για μεταξωτές κορδέλες. Όποιος παρακολουθεί τα σεμινάρια αυτά δε σημαίνει πως θα γίνει συγγραφέας, πόσω μάλλον καλός. Όπως τα εργαστήρια Καλών Τεχνών και τα ωδεία δίνουν τις κατευθυντήριες γραμμές και ‘ξεκλειδώνουν’ το ταλέντο, την έφεση, εάν υπάρχουν, το ίδιο συμβαίνει ή πρέπει να συμβαίνει και με αυτά τα σεμινάρια. Κι εγώ ασχολήθηκα χρόνια με τη μουσική, δεν είχα όμως την αξίωση να γίνω βιρτουόζος σολίστας, ήξερα τους περιορισμούς μου.



Όσον αφορά τα e-books δε θα είμαι αντικειμενικός, γιατί ακόμα δε με αφορούν. Είμαι παραδοσιακός στην ανάγνωση… Θέλω να αισθάνομαι τις σελίδες, το βάρος των τυπογραφικών στοιχείων στα χέρια μου. Δεν είμαι και πολύ της τεχνολογίας και της ψηφιακής εποχής, φοβάμαι. Φυσικά, η επιλογή για όποιον αρέσκεται σε αυτό το είδος της σύγχρονης ανάγνωσης θα πρέπει να υπάρχει, δεν το συζητώ.


Θα ξεχώριζες κάποιο από τα έργα σου και γιατί; Ποια τα μελλοντικά σου σχέδια;


Δύσκολη ερώτηση… Κάθε δημιουργός αγαπά εξίσου όλα του τα δημιουργήματα,


καθώς αυτά αναφέρονται σε συγκεκριμένες φάσεις κι αναζητήσεις της καλλιτεχνικής του πορείας που τον έκαναν αυτό που είναι. Δεν μπορεί εύκολα να ξεχωρίσει ή να απορρίψει κάποια, κι ας το κάνει ενίοτε (βλέπε τα Αποκηρυγμένα του Καβάφη). Εντούτοις ιδιαίτερη θέση, καθώς λογοτεχνικά τα θεωρώ και τα πιο ώριμα, κατέχουν τα δύο τελευταία μου βιβλία. Το «Γλυκό Κυδώνι», εκδόσεις Τσουκάτου, που έχει να κάνει με το Αϊβαλί γιατί εξιστορεί την αληθινή ιστορία ανθρώπων μου αγαπημένων και αποτελεί για μένα έναν φόρο τιμής και μνήμης που έπρεπε δια της γραφίδας μου ν’ αποδώσω, και το «Νυχτερινός Διαβάτης», εκδόσεις Λέμβος, γιατί στις δέκα του σύγχρονες αφηγήσεις ο αναγνώστης μπορεί να συνθέσει το ψηφιδωτό μιας κοινωνίας την οποία ξέρει, αγαπά ή 

,
μισεί αλλά σίγουρα δεν μπορεί ν’ αποφύγει καθώς είναι αληθινή. Αυτήν την περίοδο ολοκλήρωσα και ‘χτενίζω’ μια δεύτερη συλλογή 32 μικρών και μεγάλων διηγημάτων και ‘έπιασα’ εκ νέου ένα μυθιστόρημα που είχα ξεκινήσει πριν από δύο χρόνια. Μες στο 2016 θα επανεκδοθεί αναθεωρημένο από τις εκδόσεις Λέμβος κι ένα παλιότερό μου μυθιστόρημα. Δεν έχω παράπονο, είμαι συγγραφικά απασχολημένος για τα επόμενα χρόνια…





Ο Αλέξανδρος Κεφαλάς γεννήθηκε στα Εξάρχεια το 1977. Είναι απόφοιτος του Αμερικάνικου Κολεγίου της Ελλάδας στον τομέα της Ιστορίας της Τέχνης. Στο παρελθόν εργάσθηκε ως επιμελητής έκθεσης σε γκαλερί των Αθηνών, ενώ παράλληλα ασχολήθηκε με τη διδασκαλία της ιστορίας της τέχνης. Στα ελληνικά γράμματα εμφανίστηκε το 2007. Έχει γράψει ιστορικό και σύγχρονο μυθιστόρημα, διηγήματα, ποίηση, παραμύθι. Το 2012 συνεργάσθηκε με το λογοτεχνικό fanzin "Αστυδρόμος". Σήμερα είναι υπεύθυνος λογοτεχνικής αξιολόγησης στις εκδόσεις Λέμβος.


Βιβλία του συγγραφέα:

1. Η Αγγλίδα Κυρία , 2007, εκδόσεις Διόπτρα

2. Επικίνδυνες Συνδέσεις , 2011, εκδόσεις Άπαρσις

3. Ιερό Πάθος, 2013, εκδόσεις Άπαρσις

4. Άπολις, 2013, εκδόσεις Οδός Πανός

5. Γλυκό Κυδώνι, 2013, εκδόσεις Τσουκάτου

6. Τα ποιήματα του 2013, συλλογικό-Ανθολογία, 2014, εκδόσεις των (δε)κάτων,

7. Νυχτερινός Διαβάτης-Δέκα Αστικές Αφηγήσεις, 2014, εκδόσεις Λέμβος

8. Μια ματιά στον κόσμο της Τζέιν Όστεν, Σειρά Μικρά Βιογραφικά, 2015, εκδόσεις Λέμβος

9. Μια ματιά στον κόσμο του Ονορέ ντε Μπαλζάκ, Σειρά Μικρά Βιογραφικά, 2015, εκδόσεις Λέμβος]


Πηγή: http://tovivlio.net/%CE%B7-%CE%BA%CE%B1%CF%84%CE%B5%CF%81%CE%AF%CE%BD%CE%B1-%CE%B5%CF%85%CE%B1%CE%B3%CE%B3%CE%AD%CE%BB%CE%BF%CF%85-%CE%BA%CE%AF%CF%83%CF%83%CE%B1-%CF%83%CF%85%CE%BD%CE%BF%CE%BC%CE%B9%CE%BB%CE%B5-4/

Πέμπτη 14 Ιανουαρίου 2016

Ένας πορτοκαλί φάκελος στον Μωβ Σκίουρο...


ΟΜΙΛΙΑ-ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ


Πορτοκαλί Φάκελος του  Βαγγέλη Σωτήρη, εκδόσεις Λέμβος, 2015


Καλησπέρα σας, μην ανησυχείτε δε θα σας κουράσω πολύ, είμαι θιασώτης των σύντομων ομιλιών. Όλα ξεκίνησαν στις 11 Φεβρουαρίου του 2015 όταν έλαβα με μαιλ το χειρόγραφο του Βαγγέλη Σωτήρη με τον τίτλο ΠΟΡΤΟΚΑΛΙ ΦΑΚΕΛΟΣ. Στο ίδιο μαιλ ο άγνωστος νεαρός επίδοξος συγγραφέας με πληροφορούσε πως πρόκειται για μια συλλογή διηγημάτων και ανάμεσα σε άλλα έγραφε πως με ενδιαφέρον είχε διαβάσει την τελευταία δική μου συλλογή (πράγμα που φυσικά λειτούργησε υπέρ του/αστειεύομαι). Με τις εκδόσεις Λέμβος του Δημήτρη Τσουκάτου μετρούσαμε ήδη ένα χρόνο γόνιμης συνεργασίας και μου είχε πρόσφατα ανατεθεί ο ρόλος του Αναγνώστη, του υπεύθυνου λογοτεχνικής αξιολόγησης δλδ. Το χειρόγραφο του Βαγγέλη ξεχώρισε από την πρώτη στιγμή και δεν είναι τυχαίο πως το διάβασα σχεδόν μονορούφι. Η αξιολόγηση μια διαδικασία συνήθως χρονοβόρα στην περίπτωση του Βαγγέλη είχε μετά από δύο μόλις μέρες ολοκληρωθεί. ΘΕΤΙΚΌ φιγούραρε με πράσινα κεφαλαία γράμματα η τελική ετυμηγορία στην κατακλείδα του σχετικού δελτίου που προσκόμισα στον εκδοτικό οίκο την ίδια κιόλας βδομάδα. Μετά από λίγες μέρες έγινε και η πρώτη εκ του σύνεγγυς αναγνωριστική συνάντηση με τον γράφοντα. Με τις κατάλληλες δόσεις αμηχανίας αλλά και αμεσότητας η πρώτη γνωριμία πήγε καλά και σύντομα υπεγράφη το συμβόλαιο έκδοσης. Μετά από ένα χρόνο σχεδόν βρισκόμαστε αισίως εδώ για να γιορτάσουμε απόψε την πρώτη παρουσίαση του βιβλίου στο φιλόξενο και καλαίσθητο χώρο του βιβλιοπωλείου ‘Μωβ Σκίουρος.’ Καμιά φορά ξεχνάμε πως μία βιβλιοπαρουσίαση ιδίως όταν πρόκειται για το πρώτο βιβλίο ενός συγγραφέα είναι πάνω απ’ όλα μια γενέθλια γιορτή. Είναι η στιγμή που ένα καθαρά προσωπικό δημιούργημα παίρνει σάρκα και οστά,  τυπογραφικά στοιχεία και χαρτί θα έλεγα εν προκειμένω, και παραδίδεται στα χέρια του αναγνωστικού κοινού. Ας ευχηθώ με τη σειρά μου κι εγώ : Καλοτάξιδο!

Τι είναι όμως ο Πορτοκαλί Φάκελος; Μια ηλικιωμένη που κατασκοπεύει τη νεαρή της γειτόνισσα, ένας πιτσιρίκος που μεγαλώνει στις φτωχογειτονιές της Αθήνας με ίνδαλμά του ένα μηχανόβιο, μια γυναίκα που  έχει απαχθεί από έναν serial killer, ένα κρυφό πάρτι για λίγους κι εκλεκτούς, ένα φάντασμα που περιφέρεται στη Σταδίου, μια παρέα σε ένα απομακρυσμένο ορεινό εξοχικό που ταξιδεύει στο χωροχρόνο, ένας αναγνώστης που αναζητά τον αγαπημένο του συγγραφέα όταν ο κόσμος γύρω του έχει ερημώσει, ένας δάσκαλος που έρχεται αντιμέτωπος με ένα ρατσιστικό καυγά στο προαύλιο του σχολείου, μία διαβολική σύμπτωση στο κελί μιας φυλακής, ένας άνδρας που προδίδει τις αρχές του κι ενσωματώνεται με τον πιο σκληρό τρόπο στην κοινωνία που για χρόνια πολεμούσε, μία μετ’ εμποδίων συνέντευξη εργασίας, ένα επιστημονικό πείραμα που πάει στραβά,  εξομολογήσεις σ’ ένα παγκάκι παρέα με έναν άγνωστο ναυτικό, η ιστορία του πρώτου και τελευταίου Κώστα επί γης, το μυστικό τέλος ενός ερημίτη που κατοικεί σε μια πορτοκαλί καλύβα… Δέκα πέντε ιστορίες τις οποίες ενώνει ο πορτοκαλί μίτος της πένας του Βαγγέλη Σωτήρη απαρτίζουν τη νέα συλλογή διηγημάτων των εκδόσεων Λέμβος. Δεκαπέντε αφηγήσεις με κοινό άξονα και συνδετικό λογοτεχνικό εύρημα το πορτοκαλί χρώμα.

Το πρώτο βιβλίο του συγγραφέα Β. Σωτήρη ακολουθεί τόσο τα χνάρια του ‘κοινωνικού’ όσο και του ‘μαγικού’ ρεαλισμού. Σκληρό κι απροκάλυπτα αληθινό σε αρκετά σημεία, ενίοτε ξεφεύγει σε άλλες πιο μεταφυσικές διαστάσεις. Οι χαρακτήρες άκρως ρεαλιστικοί, άνθρωποι του περιθωρίου αλλά και της διπλανής πόρτας, και κάποτε σουρεαλιστικοί, καθώς στον πραγματικό χρόνο εισχωρεί το στοιχείο του φανταστικού ή του μεταφυσικού, μας αφηγούνται τις «πορτοκαλί» τους ιστορίες. Ο λόγος λιτός, δωρικός, χωρίς περιττές φιοριτούρες, εισάγει τον αναγνώστη άμεσα στην ατμόσφαιρα των ιστοριών, ενώ εσκεμμένα στις πιο σύντομες, κινηματογραφικές, θα έλεγε κανείς, αφηγήσεις δίνεται η αίσθηση του ημιτελούς. Διεισδυτική ματιά, που προκαλεί θαυμασμό λόγω του νεαρού της ηλικίας του ομότεχνου Βαγγέλη, αφηγηματική ροή, ενδιαφέρουσα θεματογραφία. Μια νέα λογοτεχνική φωνή που δε δίστασα ούτε λεπτό να προτείνω και πιστεύω πως αξίζει να ακουστεί. 






Culturenow.gr- Μια ματιά στον κόσμο του Ονορέ Ντε Μπαλζάκ


 Γράφει ο Γιάννης Αντωνιάδης:

"Τα βιβλία μιλούν για εξωσυζυγικές σχέσεις, καταπιεστικούς γάμους, παθιασμένους έρωτες, ίντριγκες και φλερτ, όχι όμως με τρόπο υπερφίαλο αλλά με μία διεισδυτική ματιά και μία διάθεση ρεαλιστικής καταγραφής της γαλλικής κοινωνίας των ημερών του. Αυτό είναι που τον ξεχωρίζει από τους ασήμαντους λογοτέχνες της σειράς που επιδίδονταν στη συγγραφή ευφάνταστων ρομαντικών ιστοριών» αναφέρει ο Αλέξανδρος Κεφαλάς στην σειρά «Μικρά βιογραφικά», την οποία εκδίδει ο νέος εκδοτικός οίκος Λέμβος.

Δεν είναι διόλου τυχαίο πως ο Μπαλζάκ παραμένει και θα παραμένει στο πάνθεον των λογοτεχνών που θα διαβάζονται από μικρούς και μεγάλους, θαυμαστές και θαυμάστριες γιατί πολύ απλά έγραφε με την ψυχή του και όχι με κριτήριο την τσέπη του όπως συμβαίνει κατά κόρον στην σημερινή εποχή. Και ως μία μικρή αλλά αναγκαία παρένθεση, είναι ευχής έργον να ανατέλλουν νέοι εκδοτικοί οίκοι, πολλώ δε μάλλον όταν αυτοί εκδίδουν μικρά διαμάντια για λογοτέχνες, οι οποίοι άφησαν ανεξίτηλα το στίγμα τους στο παγκόσμιο στερέωμα και εδραιώθηκαν ως οικουμενικοί και διαχρονικά επίκαιροι. Στην ίδια σειρά για να κλείσω την παρένθεση, υπάρχουν δύο ακόμα «ματιές», η μία στην ζωή της Τζέιν Όστεν και η άλλη στον Αντόν Τσέχωφ και είναι βέβαιο πως θα ακολουθήσουν και άλλες. Επανερχόμενος στο μικρό αυτό αφιέρωμα στον «ευγενικό χοντρούλη» της λογοτεχνίας και πατέρα κατά πολλούς του σύγχρονου μυθιστορήματος, στις σελίδες της παρούσας έκδοσης, ο αναγνώστης θα ανακαλύψει πτυχές του βίου του, σκηνές της πολυτάραχης ζωής του και στιγμές που σημάδεψαν το συγγραφικό του έργο .
Όπως προκύπτει από την σύντομη αλλά πολύ πετυχημένη ενδοσκόπηση στα ενδότερα του βίου του Μπαλζάκ από τον μελετητή, η γραφή του και η συγγραφική του ωριμότητα έλαβαν χώρα πρόωρα ήδη από τα κατά βάση δυσάρεστα βιώματα που είχε ως νέος μιας και τα ευχάριστα ήρθαν αργότερα κατόπιν έντονης επιθυμίας και επιμονής του ίδιου που πίστεψε στον εαυτό του. Εκτός ελάχιστων φωτεινών εξαιρέσεων, βρέθηκε αντιμέτωπος με έναν πατέρα αυταρχικό, μία μητέρα αδιάφορη αλλά και έναν περίγυρο ανθρώπων που τον παραμέρισαν και τον εγκατέλειψαν γιατί ήταν πολύ παράξενος και ίσως ρομαντικός για την εποχή του και ατίμαζε το όνομα της οικογένειάς του. Σπάζοντας τις αλυσίδες που τον κρατούσαν δέσμιο των πόθων του για συγγραφή, μιας και όπως μας επισημαίνει ο ίδιος ο Μπαλζάκ «η λογοτεχνία υπήρξε η πιο απαιτητική από τις ερωμένες του», κατάφερε να διανύσει ελεύθερος και ανεξάρτητος από δεσμεύσεις τον δικό του δρόμο και να πορευτεί με βάση τις δικές του πεποιθήσεις. Μόχθησε, πείνασε, εξαντλήθηκε ψυχολογικά και ηθικά αλλά τελικά νίκησε τους εξωγενείς παράγοντες που τον κρατούσαν μακριά από το όνειρό του να γίνει συγγραφέας. Χαρακτηριστικό επεισόδιο είναι η φυλάκισή του για ανάρμοστη συμπεριφορά κατά την οποία «ρούφηξε» τα βιβλία που έπιανε στα χέρια του. Έτσι κατόρθωσε να διαμορφώσει από πολύ νωρίς τον χαρακτήρα για τον οποίο ο ίδιος, μετά την αναγνώρισή του που δεν άργησε να φανεί στον ορίζοντα, έδειχνε περήφανος αφού αντιπάλεψε όλες τις αντιξοότητες που εμφανίστηκαν μπροστά του. Ταγμένος και αφοσιωμένος στην πένα του και το χαρτί του είχε για παράδειγμα ειδική στολή, ρόμπα δηλαδή, που φορούσε κατά την διάρκεια της συγγραφής των μυθιστορημάτων του, τα οποία εκτός από κριτική στην κοινωνία της εποχής και προσωπική ανακούφιση για τα δεινά που πέρασε ως παιδί, προσέφεραν στους σύγχρονούς του αλλά και στους ανθρώπους του σήμερα διδάγματα για τον τρόπο σκέψης, περισυλλογής και αντίδρασης σε γεγονότα που συμβαίνουν ή που θα συμβούν. Γιατί όπως υπογραμμίζει και ο Αλέξανδρος Κεφαλάς: «Ο Μπαλζάκ φιλοδοξούσε να γίνει όχι μόνο ένας καλός συγγραφέας αλλά και ένας ιστορικός των ηθών της εποχής του. Δημιουργεί με κάθε λεπτομέρεια έναν ολόκληρο κόσμο με τον οποίο ακόμα και ο σύγχρονος αναγνώστης μπορεί να ταυτιστεί, γιατί πολύ απλά αυτός ο κόσμος είναι αληθινός…». Και αυτή είναι η πεμπτουσία του μπαλζακικού κόσμου, η αποτύπωση του εσωτερικού του κόσμου σε χαρτί για να μεταδοθεί στον αναγνώστη του τότε και του σήμερα με την ειλικρίνεια που τον χαρακτηρίζει και την αυθεντική του διάθεση να μην αφήσει τίποτα κρυπτόν υπό την ήλιο.
Εκτός από έναν πολύ συνειδητοποιημένο μοναχό της τέχνης του και πιστό και ταπεινό της τέκνο, υπήρξε αδιαμφισβήτητα και ένας εραστής ακαταμάχητος, ένας γυναικάς και ένας γόης όχι τόσο από την πλευρά της ομορφιάς του - δεν ήταν ιδιαίτερα όμορφος – όσο της κομψότητάς του και της αριστοκρατικής του αύρας παρόλο που δεν ήταν αριστοκράτης. Αυτό όμως που εξέπεμπε ως προσωπικότητα και λόγω και των γνώσεών του σαγήνευε τον γυναικείο πληθυσμό και για αυτό ο έρωτάς του για μία γυναίκα έπρεπε να εμπεριείχε πρώτα το εγκεφαλικό ερέθισμα. Διατηρούσε ακατάπαυστα την ερωτική του ζωή σε κορύφωση γιατί όπως έλεγε «στον έρωτα, όπως και στο κυνήγι, η πραγματική ευχαρίστηση είναι στο καρτέρι» και ως γνήσιος δανδής φρόντιζε να προκαλεί με την παρουσία του και τον ευγενή του λόγο χωρίς όμως να ευτελίζει τα ήθη και τις αρχές, τις οποίες πρέσβευε. Για αυτό και αποσυρόταν στο καταφύγιο του, όταν αυτό το απαιτούσε έτσι ώστε να παρατηρεί σαν γυπαετός από τον ουράνιο θρόνο του τους ανθρώπους και να τους ακτινογραφεί με τον μοναδικό τρόπο που μόνο εκείνος γνώριζε. Η Ανθρώπινη κωμωδία στην οποία αφοσιώθηκε κατά τον μισό αιώνα στον οποίο έζησε αποτέλεσε το φανάρι και την πυξίδα για τους περισσότερους λογοτέχνες που ακολούθησαν και αυτό γιατί πάντοτε υπήρξε αταλάντευτος στην ακόλουθη ρήση του και δεν παρέκκλινε από αυτήν: «Ο λογοτέχνης πρέπει να απεικονίζει την εποχή του πραγματικά όπως είναι». Και προσθέτει: «Πρέπει να εισβάλεις μέσα στη μάζα των ανθρώπων σαν μπάλα κανονιού ή να γλιστράς σαν πανούκλα. Η τιμιότητα είναι άχρηστη». Και συνεχίζει τα παραπάνω σχολιάζοντας ο Αλέξανδρος Κεφαλάς: «Έτσι και εκείνος, «ύπουλα», παρατηρεί την κοινωνία που τον περιβάλλει και την απαθανατίζει στις σελίδες του χωρίς οίκτο, χωρίς εξωραϊσμό και περιττά στολίδια. Οι μάσκες πέφτουν, τα προσχήματα υποχωρούν απογυμνώνοντας τους ήρωές μπροστά στα έκπληκτα μάτια του αναγνώστη».
«Όλα φτάνουν στην ώρα τους για εκείνους που ξέρουν να περιμένουν»
«Το να ψάχνεις την ηδονή δεν σημαίνει ότι έχεις βρει ήδη την πλήξη;»"

Πηγή: http://www.culturenow.gr/44528/mia-matia-ston-kosmo-toy-onore-nte-mpalzak-aleksandros-kefalas

Κυριακή 13 Δεκεμβρίου 2015

Νυχτερινός Διαβάτης-ένα χρόνο μετά...

Ένα χρόνο μετά την κυκλοφορία της πρώτης του συλλογής διηγημάτων (Νυχτερινός Διαβάτης, εκδόσεις Λέμβος) ο Αλέξανδρος Κεφαλάς μιλάει στο τοβιβλίο.net για το ταξίδι του «διαβάτη» του.

Καταρχάς, θα ήθελα να ευχαριστήσω τον Κώστα Θερμογιάννη για τη διαδικτυακή του φιλοξενία και να του ευχηθώ καλή δύναμη και κάθε επιτυχία στο τοβιβλίο.net, έναν από τους πλέον ενημερωμένους ιστοτόπους για το βιβλίο.

Ο Νυχτερινός Διαβάτης κλείνει αισίως ένα χρόνο κυκλοφορίας και παρά τις αντιξοότητες που όλοι γνωρίζουμε όσον αφορά στην ελληνική βιβλιοπαραγωγή στα χρόνια της κρίσης χαίρομαι που το αναγνωστικό κοινό αλλά και άνθρωποι του χώρου (λογοτέχνες και κριτικοί) τον αγκάλιασαν από τους πρώτους κιόλας μήνες της κυκλοφορίας του. Ήταν η πρώτη φορά που ως συγγραφέας καταπιάστηκα με αυτό που αποκαλούμε «μικρή φόρμα», αφού στο παρελθόν είχα κατά κύριο λόγο ασχοληθεί με το μυθιστόρημα. Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται αναγέννηση του είδους στα ελληνικά γράμματα, πράγμα που με έκανε κι εμένα να πειραματιστώ. Κάθε χρόνο εκδίδονται αρκετές, συγκριτικά με τη ζήτηση και το αναγνωστικό κοινό, συλλογές διηγημάτων, ενώ αρκετοί είναι οι ομότεχνοι που δηλώνουν αυστηρώς «διηγηματογράφοι». Δε θα εξετάσω τις αιτίες γέννησης και τα χαρακτηριστικά του είδους, η τιμή αυτή ανήκει στους φιλολόγους και τους θεωρητικούς της αφήγησης. Θα πω μονάχα πως, ίσως, η άνθηση του μικρού πεζού να είναι κι αυτή σημείο των καιρών μας και της ταχύτητας που τους διέπει. Το διήγημα, πιστεύω, δίνει μια δημιουργική και ανανεωτική διέξοδο στον συγγραφέα, καθώς μπορεί με πιο «συμπυκνωμένο» τρόπο και σε σύντομο διάστημα, χωρίς αυτό να αφαιρεί κάτι από την ποιότητα της γραφής του ή τα χαρακτηριστικά του προσωπικού του ύφους, να αποδώσει ολοκληρωμένα μέσα σε λίγες γραμμές ή μερικές παραγράφους ένα μικρό λογοτεχνικό επεισόδιο, μια ιστορία. Η καίρια αφήγηση, η οικονομία, η δημιουργία πειστικών χαρακτήρων και ολοκληρωμένης πλοκής μέσα σε λίγες σελίδες δεν είναι κάτι εύκολο, κι ας φαντάζει έτσι στον αναγνώστη. Χρειάζεται βαθιά προσωπική διεργασία στη σύλληψη και την επεξεργασία του θέματος, προκειμένου να αποδοθεί με μια συγγραφική «μονοκονδυλιά».

Η μετάβαση από τη μεγάλη στη μικρή φόρμα δεν ήταν δύσκολη. Αν εξαιρέσουμε τρία από τα δέκα διηγήματα της συλλογής που είχαν γραφεί σε προγενέστερη φάση, το βιβλίο ολοκληρώθηκε σχεδόν μέσα σε ένα μήνα «οργιαστικής» έμπνευσης. Αυτό που μου έκανε εντύπωση – μετά από ένα χρόνο κυκλοφορίας μπορώ να κάνω ένα μικρό απολογισμό αντιδράσεων – είναι η «διαταξική», αν μου επιτρέπεται ο όρος, ευμενής υποδοχή και αποδοχή του βιβλίου. Έλαβα πολύ θετικά σχόλια τόσο από ανθρώπους που ζουν κι αναπνέουν για το βιβλίο όσο και από αυτόν που καλούμε, κακώς, «μέσο» αναγνώστη. Αυτό ίσως οφείλεται στο γεγονός πως η ιστορίες του Νυχτερινού Διαβάτη είναι κι αυτές «διαταξικές», καθώς οι ήρωες αντλούνται από διάφορα στρώματα της νεοελληνικής κοινωνίας (επαρχιώτες, μικρομεσαίοι, αστοί, νεόπλουτοι). Έτσι κάθε αναγνώστης, όπου κι αν ανήκει, μπορεί να ταυτιστεί ή να προβάλει στις ιστορίες της συλλογής κάτι από τις δικές του εμπειρίες. Κοινό στοιχείο σε όλες είναι η σταδιακή απογύμνωση των χαρακτήρων από τα κοινωνικά στερεότυπα που κουβαλούν και το περιβάλλον μέσα στο οποίο κινούνται. Ο αναγνώστης καλείται να δει τις ζωές των ηρώων όχι όπως οι ίδιοι τις παρουσιάζουν, αλλά όπως πραγματικά είναι. Νομίζω πως αυτό είναι το κλειδί της καλής πορείας που μέχρι σήμερα είχε το βιβλίο, πράγμα που μου δίνει κι εμένα ως δημιουργό δύναμη, καθώς ετοιμάζω μια δεύτερη συλλογή εξερευνώντας πάλι τις δυνατότητές μου πάνω στη μικρή φόρμα.


Περισσότερες λεπτομέρειες στη σελίδα των εκδόσεων ΛΕΜΒΟΣ εδώ.

Διαβάστε εδώ την κριτική παρουσίαση του βιβλίου από τον Πάνο Τουρλή

Πηγή: http://tovivlio.net/%CE%BD%CF%85%CF%87%CF%84%CE%B5%CF%81%CE%B9%CE%BD%CF%8C%CF%82-%CE%B4%CE%B9%CE%B1%CE%B2%CE%AC%CF%84%CE%B7%CF%82-%CE%AD%CE%BD%CE%B1-%CF%87%CF%81%CF%8C%CE%BD%CE%BF-%CE%BC%CE%B5%CF%84%CE%AC/ 

Τρίτη 17 Νοεμβρίου 2015

Η δική μου επέτειος...



     Κάθε χρόνο σαν σήμερα κατηφορίζαμε από νωρίς με τον παππού τον φαρδύ δρόμο της Τοσίτσα. Φρεσκοξυρισμένος, μύριζε λεβάντα, μες το καλοσιδερωμένο του κοστούμι, φορώντας τον αιώνια βαρύ κοκάλινο σκελετό γυαλιών του με έπαιρνε απ' το χέρι αμίλητος. Μου άρεσε να νιώθω την παγωμένη αίσθηση από το χρυσό σεβαλιέ του στη ζεστή μου παλάμη. Η περίσταση, για λόγους που ως παιδί δεν καταλάβαινα, ήταν σοβαρή και η σιωπή του παππού καθ' όλη τη διάρκεια της πρωινής μας βόλτας το επιβεβαίωνε. Σταματούσαμε για λίγο σ' ένα ανθοπωλείο κοντά στην οδό Μπουμπουλίνας όπου αγόραζε το ίδιο σοβαρός και βλοσυρός μια ανθοδέσμη με δέκα επτά άλικα γαρύφαλλα. Με επιδέξιες κινήσεις έκοβε πάντα το ένα και μου το έδινε. Προσπαθούσα να το κρατώ όσο πιο ντελικάτα μπορούσα πιστεύοντας πως με το παραμικρό άγαρμπο σφίξιμο του χεριού μου ο λεπτός του κορμός, ο πράσινος μίσχος και τα κατακόκκινα πέταλα θα γίνονταν σκόνη... Σαν φτάναμε, μετά από μερικά λεπτά, στην ανοιχτή πύλη του Πολυτεχνείου που φάνταζε γιορτινό με όλα εκείνα τα πολύχρωμα πανό, τα επαναστατικά τραγούδια να ακούγονται από τα μεγάφωνα και το πολύβουο μελίσσι των ανθρώπων που πηγαινοερχόταν, άλλοι χαμογελαστοί κι άλλοι με μάτια υγρά, περιμέναμε υπομονετικά τη σειρά μας στην ουρά που οδηγούσε στο 'μνημείο.' Οι λέξεις ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ, ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΑΓΩΝΑΣ γραμμένες κι εκείνες με κόκκινα γράμματα παντού έμοιαζαν να μεγαλώνουν τούτες τις στιγμές και μαζί τους θαρρείς πως μεγάλωνα άξαφνα κι εγώ. Το τεράστιο 'κεφάλι' έπλεε σε μια κόκκινη θάλασσα από λουλούδια και στεφάνια. Το μέγεθος του μου προκαλούσε εντύπωση αλλά και κάποιο φόβο. Όσο κι αν ήθελα να κάτσω πάντα λίγο περισσότερο για να το περιεργαστώ μετά την 'ιεροτελεστία' της κατάθεσης ο παππούς βιαζόταν να επιστρέψουμε σπίτι για το οικογενειακό τραπέζι. Σε κάθε επέτειο η γιαγιά άνοιγε την τραπεζαρία για να υποδεχθεί τη φαμίλια της. Καθώς ανηφορίζαμε τον πεζόδρομο, κι εγώ με ένοχο βλέμμα κοιτούσα κλεφτά την μαρμαρένια πάνω στην οποία τόσες φορές είχα σκαρφαλώσει παίζοντας, ο παππούς σταματούσε πάντοτε μπροστά από ένα χαμηλό παράθυρο στα δεξιά του δρόμου. Εκεί με τον γερασμένο δείκτη του μου έδειχνε ένα βαθούλωμα από σφαίρα στο σιδερένιο καφασωτό. Οι ρυτίδες στο μέτωπό του έμοιαζαν πιο βαθιές εκείνη την ώρα. Τότε μονάχα κι εγώ απέτινα τον δικό μου 'παιδικό' φόρο τιμής αφήνοντας πάνω του το άλικο γαρυφαλλάκι. Ποτέ δεν έμαθα τι ακριβώς είχε γίνει σ' αυτό το σημείο, αν σκοτώθηκε ή τραυματίστηκε κάποιος γνωστός, άγνωστος ή συγγενής. Αλλά θυμάμαι πως κάθε φορά σταματούσαμε σε εκείνο το λαβωμένο καφασωτό...

     Ο παππούς έπαθε εγκεφαλικό και οι επισκέψεις στο Πολυτεχνείο συνεχίστηκαν κάθε χρόνο με τη γιαγιά. Η γιαγιά ήταν πιο ομιλητική από τον παππού. Μιλούσε για εκείνες τις 'μαύρες μέρες...'. Μιλούσε για τους στρατιώτες και τους ελεύθερους σκοπευτές που τους έλεγαν να μην βγαίνουν στα μπαλκόνια γιατί μπορεί να 'φάνε' καμιά αδέσποτη. Μιλούσε για τα κουδούνια που χτυπούσαν δαιμονικά εκείνο το βράδυ και πως βρήκαν στο διαμέρισμά τους καταφύγιο κάποιοι φοιτητές. Μιλούσε, τέλος, και για ένα 'κακόμοιρο' παιδί κάθε φορά που ανηφορίζαμε τον πεζόδρομο και στεκόμασταν μπροστά από το χαμηλό παράθυρο με το σιδερένιο καφασωτό. Όταν πέθανε η γιαγιά οι επετειακές μας επισκέψεις σταμάτησαν τελείως.

Σήμερα δεν κατεβαίνω πια στο Πολυτεχνείο...

Πηγή: 
http://tovivlio.net/%CE%B7-%CE%B4%CE%B9%CE%BA%CE%AE-%CE%BC%CE%BF%CF%85-%CE%B5%CF%80%CE%AD%CF%84%CE%B5%CE%B9%CE%BF%CF%82/

    

Παρασκευή 13 Νοεμβρίου 2015

Λογοτεχνικά σημεία και ‘τέρατα’ των καιρών…


       Οι ‘λογοτεχνικοί’ καιροί είναι δύσκολοι και το άρθρο αν και βιτριολικό σε αρκετά σημεία εντούτοις είναι αν μη τι άλλο αληθινό… Όσοι δεν αντέχουν να έρθουν αντιμέτωποι με την σκληρή αλήθεια που επικρατεί στο χώρο της ελληνικής βιβλιοπαραγωγής ή είναι υπέρ το δέον εύθικτοι θα τους συμβούλευα να το προσπεράσουν. Όπως και να έχει είμαι σίγουρος πως όλοι λίγο πολύ έχουμε ακούσει, έχουμε ψιθυρίσει ή είναι εν γνώσει μας τα κακώς κείμενα του χώρου αν και σπανίως τα συζητάμε φωναχτά πολύ περισσότερο δε τα βλέπουμε γραμμένα. Επειδή ‘Scripta Manent’ ας ξεκινήσουμε…

      Ακούμε συχνά πως η οικονομική κρίση έχει επηρεάσει βαθιά τον ήδη πολύπαθο χώρο των ελληνικών γραμμάτων, αλλά στις μέρες μας, μαζί με την αποδόμηση ενός ολόκληρου σαθρού κράτους, έχουμε θυσιάσει στο βωμό της ύφεσης μια ολόκληρη γενιά νέων λογοτεχνών που μάταια αναζητά να επικοινωνήσει με το αναγνωστικό της κοινό. Την τελευταία δεκαετία, άξιοι πρωτοεμφανιζόμενοι και μη λογοτέχνες, πολύ πριν σκάσει η μεταπολιτευτική φούσκα, αντιμετωπίζονται με αδιαφορία κι ενίοτε με αγένεια από το σύνολο του λεγόμενου εκδοτικού συστήματος (εκδότες, βιβλιοκριτικούς, περιοδικό τύπο, έντυπα ευρείας κυκλοφορίας, βιβλιοπωλεία κλπ). Με λύπη διαπιστώνω πως απουσιάζει πλέον η στοιχειώδης επαγγελματική ευγένεια ανάμεσα σε δημιουργό και εκδότη. Εκδοτικοί οίκοι, χωρίς καν να μπουν στον κόπο να διαβάσουν τη νέα αυτή σοδειά πνευματικής δημιουργίας (και δεν πρέπει να ξεχνάμε πως οι κρίσεις συνήθως ευνοούν τη δημιουργία), είτε στέλνουν ψυχρές απαντητικές επιστολές του τύπου: «Σας ευχαριστούμε για την πρότασή σας. Δυστυχώς, ο εκδοτικός μας προγραμματισμός είναι πλήρης (όλοι ξέρουμε τι σημαίνει αυτό…) και δεν μπορούμε να την εντάξουμε σε αυτόν», είτε αγνοούν τελείως τους νέους συγγραφείς. Υπάρχουν βέβαια και εξαιρέσεις που εγκύπτουν στο έργο που πέφτει στα χέρια τους, αλλά αδυνατούν να το εκδώσουν λόγω οικονομικών δυσχερειών. Δεν είναι λίγες οι φορές που ακούς από καθιερωμένους εκδότες του χώρου λόγια όπως : «Δεν χρειάζεται να σας μιλήσω για την αναμενόμενη εμπορική απήχηση των ποιοτικών κειμένων σας σε μια εποχή που η πραγματική λογοτεχνία έχει από χρόνια εξοστρακισθεί και που κυριαρχούν οι εντυπωσιακές πωλήσεις «μυθιστορημάτων» από γυναίκες και για γυναίκες, τα οποία αποτελούν ογκώδη και ελληνοποιημένη εκδοχή των παλαιότερων ‘Αρλεκιν’. Πολύ δε περισσότερο που, για αιτίες που σίγουρα γνωρίζετε, το πνευματικό επίπεδο του σύγχρονου αναγνώστη έχει κατεβεί δραματικά.Βέβαια, πάντα υπάρχει το καλό κοινό που ξέρει να επιλέγει. Αν είμαστε σε άλλες εποχές  θα είχαμε κάθε λόγο να το περιλάβουμε στις εκδόσεις του οίκου μας, πλην όμως,  αυτόν τον καιρό, λόγω των γνωστών σε όλους μας οικονομικών συνθηκών δεν έχουμε τη δυνατότητα».

     Συνεπώς η καλή ή πρωτοπόρα λογοτεχνία και οι δημιουργοί της, που δεν είχαν την τύχη να μεγαλουργήσουν σε εποχές παχιών αγελάδων, περιθωριοποιείται χάριν της εύπεπτης λογοτεχνίας παραλίας και των επανεκδόσεων παλαιότερων επιτυχημένων συγγραφέων. Δεν είναι τυχαίο πως οι Έλληνες λογοτέχνες των δεκαετιών ‘80, ‘90 έως και 2000 περίπου έχουν να επιδείξουν, οι περισσότεροι, ένα πλούσιο βιογραφικό, αφού ανά έτος, ή πολύ κοντά χρονικά, οτιδήποτε έγραφαν εκδιδόταν με ευκολία. Δεν έχει κάποιος παρά να ανατρέξει στις βιογραφίες του ΕΚΕΒΙ για του λόγου το αληθές. Οι νέοι λογοτέχνες, από την άλλη, ανεξάρτητα από την ποιότητα της δουλειάς τους πολλές φορές αναγκάζονται να αφήσουν για χρόνια στο συρτάρι τα έργα τους, αφού το τείχος των εκδοτικών είναι απροσπέλαστο. Αλλά ακόμα κι αν καταφέρουν μετά κόπων και βασάνων να το περάσουν κι αυτό, έχουν να συναντήσουν αρκετούς σκοπέλους μπροστά τους. Η χαρά μιας έκδοσης έχει δυστυχώς αντικατασταθεί με το άγχος μιας αμφίβολης και δύσκολης συνεργασίας. Ανέκαθεν ο λογοτέχνης ήταν ο «ριγμένος» της υπόθεσης (χαμηλά ποσοστά επί των πωλήσεων κλπ), αλλά σήμερα πολύ περισσότερο μια έκδοση ενέχει τον κίνδυνο μεγάλης οικονομικής στήριξης με ελάχιστα κέρδη, όχι πλέον από τον εκδότη, αλλά από τον ίδιο το λογοτέχνη. Φυσικά, όλοι οι τομείς της καλλιτεχνικής δημιουργίας έχουν μπει στην ίδια λογική. Για παράδειγμα, οι σύγχρονες γκαλερί ζητάνε ποσά ενοικίασης από τους καλλιτέχνες προκειμένου να προβάλλουν στις αίθουσές τους τη δουλειά τους και σχεδόν πάντα παίρνουν και κάποιο ποσοστό επί των πωλήσεων. Δυστυχώς, δεν απέχει και πολύ το σύγχρονο ελληνικό βιβλίο από αυτές τις «μεθόδους».

       Οι εκδοτικοί οίκοι ήταν και είναι επιχειρήσεις, πρωτίστως, δεν το ξεχνάμε. Οι ‘ροζ’ σειρές τους άλλωστε, κατά τα λεγόμενά τους, αυτόν τον επικουρικό ρόλο επιτελούν (στηρίζουν με τα έσοδα τους τις πιο ποιητικές…). Απλώς, στις μέρες μας έχουν πετάξει το προσωπείο των πυλώνων πολιτισμού που κάποτε φόραγαν. Δεν είναι τυχαίο πως αρκετοί απορρίπτουν εκ των προτέρων συγκεκριμένα «μη εμπορικά» είδη (όπως η ποίηση, το θέατρο, το δοκίμιο κλπ). Άλλοι πάλι στις επίσημες ιστοσελίδες τους ζητάνε (άκουσον άκουσον) συγκεκριμένο αριθμό λέξεων (γιατί τα ‘τούβλα’ των πεντακοσίων σελίδων ανεβάζουν και τη λιανική τιμή πώλησης…). Έτσι οι μεγάλοι και κραταιοί εκδότες, προσπαθώντας κερδοφόρα να επιβιώσουν, έχουν γίνει υπέρ το δέον επιλεκτικοί προωθώντας συγκεκριμένα «ονόματα» για τη σίγουρη εμπορική τους επιτυχία, ενώ οι πιο μικροί δρουν πλέον απροκάλυπτα ως τυπογραφεία ζητώντας από τη νέα γενιά λογοτεχνών που θέλει να δει το έργο της τυπωμένο υπέρογκα ποσά (της τάξεως των 2,000-3,000 ευρώ και περισσότερο ανάλογα με το τιράζ) χωρίς έπειτα να προβάλλουν ανάλογα τα βιβλία τους. Η συμμετοχή του λογοτέχνη στο κόστος της έκδοσης, η λεγόμενη συνέκδοση ή αυτοέκδοση, είναι «τακτική» συνηθισμένη πια. Πολλοί είναι οι νέοι δημιουργοί που πιστεύουν πως με αυτόν τον τρόπο θα κερδίσουν μια θέση στα ελληνικά γράμματα και καταφεύγουν  σε αυτήν τη λύση, αλλά πλανώνται πλάνην οικτράν. Σπάνια τα βιβλία τους μπαίνουν στις προθήκες των μεγάλων βιβλιοπωλείων, που ας μη γελιόμαστε είναι οι βασικές κοιτίδες επαφής με το αναγνωστικό κοινό. Επίσης το σύνολο των εφημερίδων και των εντύπων ευρείας κυκλοφορίας αγνοεί επιδεικτικά τα δελτία τύπου, ενώ οι βιβλιοκριτικοί δεν στέλνουν καν μια ευχαριστήρια απαντητική επιστολή για τις νέες κυκλοφορίες που έρχονται στα χέρια τους μέσω των μικρών αυτών εκδοτικών. Παντελής αδιαφορία από τα μέσα και μηδαμινή «επικοινωνία» του βιβλίου με το κοινό είναι το τελικό αποτέλεσμα μίας συνέκδοσης στις περισσότερες των περιπτώσεων. Μην ξεχνάμε πως υπάρχει πάντα ο κίνδυνος να εκδοθούν και λογοτεχνικά ‘σκουπίδια’ με την πρακτική αυτή. Ως υπεύθυνος λογοτεχνικής αξιολόγησης (αυτό που οι παλιοί καλούσαν ‘ο Αναγνώστης’) έχω απορρίψει κατά διαστήματα αρκετά κακογραμμένα χειρόγραφα και τρέμω στην ιδέα πως με την αυτοέκδοση πολλά εξ αυτών θα κυκλοφορήσουν.

     Εν αντιθέσει όσοι δημιουργοί κι εκδότες είναι καλύτερα δικτυωμένοι στον χώρο από την πρώτη κιόλας βδομάδα (καμιά φορά ακόμα και πριν την κυκλοφορία) έχουν να επιδείξουν εγκωμιαστικές κριτικές και ολοσέλιδα αφιερώματα του νέου έργου τους στο έντυπο και ηλεκτρονικό τύπο. Κατά καιρούς μέτρια βιβλία γνωστών εκδοτικών έχουν έρθει στα χέρια μου για τα οποία έχουν γραφτεί διθύραμβοι πριν καλά καλά βγουν από τις πρέσες του τυπογραφείου. Επίσης ολοένα και πιο συχνά ανθούν σεμινάρια κι εργαστήρια δημιουργικής γραφής που τα διαχειρίζονται πρωτοεμφανιζόμενοι ομότεχνοι του ενός βιβλίου ή άνθρωποι χωρίς τις απαραίτητες γνώσεις και σπουδές τις περισσότερες φορές με καλές όμως δημόσιες σχέσεις. Συνεπώς υπάρχει ένα σύστημα δύο ταχυτήτων στην νεοελληνική βιβλιοπαραγωγή και διανομή αλλά και στην υποδοχή από το λεγόμενο ‘σινάφι’ ή τις ‘συντεχνίες’ όπως αρεσκόταν να αποκαλεί τα παρεάκια ο αξέχαστος Μ. Κουμανταρέας. Δε θα αναφερθώ στις κριτικές επιτροπές των λογοτεχνικών βραβείων και στον τρόπο επιλογής των υποψηφίων καθώς κι εκεί οι διαδικασίες μάλλον χωλαίνουν και μόνο αξιοκρατικές δεν μπορούν να θεωρηθούν. Νεαρός συνάδελφος τις προάλλες με έκπληξη διαπίστωσε πώς έπρεπε να κάνει μόνος του μια αίτηση για την οποία κανείς δεν φρόντισε να τον ενημερώσει μιας και προερχόταν από μικρό  κι όχι γνωστό εκδοτικό οίκο. Επί λέξει η υπεύθυνη του κρατικού ετήσιου διαγωνισμού είπε : ‘δεν μπορούμε να ενημερωνόμαστε για κάθε νέο βιβλίο…’.  Εν έτει 2015! Τι κι αν οι ηλεκτρονικές βάσεις (ΟΣΔΕΛ/ΒΙΒΛΙΟΝΕΤ) είναι ενημερωμένες; Στα χέρια τους φτάνουν πάντα έργα συγκεκριμένων εκδοτικών οίκων κι από εκείνα γίνεται η επιλογή και η διανομή των διακρίσεων.  Δεν είναι τυχαίο πως διαρκώς στα διάφορα λογοτεχνικά βραβεία φιγουράρουν οι ίδιοι εκδότες και τα φιντάνια τους. Συνεπώς η ποιότητα δεν είναι πάντα το κριτήριο για την καλή εκδοτική πορεία και τη βράβευση ενός βιβλίου. Φυσικά το καλό βιβλίο, θα πουν ορισμένοι, δε χρειάζεται προβολή, βρίσκει το δρόμο του και δε θα διαφωνήσω. Με τον όρο όμως να έχει ίσες ευκαιρίες στις διόδους επαφής με το αναγνωστικό κοινό και τους κριτικούς, δηλαδή τα βιβλιοπωλεία, κυρίως τις μεγάλες αλυσίδες, τα λογοτεχνικά περιοδικά και τις εφημερίδες. Επίσης, οι εκδότες αλλά και οι βιβλιοκριτικοί δεν πρέπει να ξεχνάνε πως απαξιώνοντας ή αγνοώντας μία ολόκληρη γενιά νέων λογοτεχνών προβάλλοντας μονάχα όσους θέλουν, επιλέγουν μία τακτική που μελλοντικά ίσως γυρίσει εναντίον τους. Αν δε σπείρεις δε θα θερίσεις δε λέει ο πάνσοφος λαός μας; Απλά στα νεοελληνικά γράμματα προτιμώνται μάλλον συγκεκριμένες ποικιλίες σποράς και φίρμες παραγωγής. O tempora o mores…





Σάββατο 10 Οκτωβρίου 2015

Διάστιχο

 
«Αποχαιρετισμός» του Αλέξανδρου Κεφαλά
«Αποχαιρετισμός» του Αλέξανδρου Κεφαλά

Ο κόσμος είχε αρχίσει δειλά δειλά να συγκεντρώνεται στην εκκλησία. Πρωί σε κάποιον επαρχιακό ναό. Η έκθεση της σορού, κατά το μακάβριο συνήθειο των μικρών κοινωνιών, είχε ξεκινήσει μια ώρα πριν απ’ τη νεκρώσιμο ακολουθία. Εκείνη κείτονταν μέσα στην κάσα στο κέντρο κάτω από τον μεγάλο κρυστάλλινο πολυέλαιο. Το σάβανο, τα άνθη, όλα ευτάκτως ερριμμένα γύρω της, ύστατη παράσταση στην ανθρώπινη υπόσταση πριν από την τελική αυλαία. Οι στενοί συγγενείς, πρόσωπα παραμορφωμένα σαν γοτθικά ακροκέραμα, απέναντι παρατεταγμένοι· μάζα ομοιόμορφη απ’ τον πόνο, παραδομένη στη θλίψη. «Τι φτιάνεις; Με θυμάσαι; Βρε, πώς άλλαξες; Δε θα σε γνώριζα, καημένε...» ψιθύριζε το λοιπό συγγενολόι καθισμένο σε πηγαδάκια, αποξενωμένο, συναγμένο από τα πέρατα για το θλιβερό το χρέος. Προσπαθούσαν με λύσσα μέσα σε λίγα λεπτά να αναπληρώσουν τα χρόνια που κύλησαν δίχως να τους ρωτήσουν... Οι συστάσεις μεταξύ των άγνωστων συγγενών έπαιρναν κι έδιναν. Χαρμολύπη· λύπη για την απώλεια, χαρά για τη συνεύρεση, υπενθύμιση της θνητής τους φύσης. Τα νεότερα μέλη της οικογένειας έβγαζαν με τα υπερσύγχρονα κινητά τους «αναμνηστικές» φωτογραφίες της νεκρής και κατευθύνονταν βιαστικά προς το προαύλιο για να καπνίσουν. Η post mortem βικτοριανή παράδοση αναβίωνε χάριν της τεχνολογίας του εικοστού πρώτου αιώνα...
Μια φιγούρα σκεβρωμένη διάβηκε ανάμεσά τους σιωπηλή. Λίγοι την παρατήρησαν, λιγότεροι της έδωσαν σημασία. Πλησίασε το ανοιχτό φέρετρο, σταυροκοπήθηκε με ευλάβεια και προσκύνησε τον «επιτάφιο» τρεις φορές. Έκοψε έπειτα με δυσκολία, με στρεβλωμένα δάχτυλα από αρθριτικά, τα λευκά άνθη από τα χρυσάνθεμα και τα γαρίφαλα που είχε φέρει μαζί της και την έρανε. Φίλησε το μέτωπο χωρίς να αισθανθεί την κρυάδα του θανάτου. Με δάκρυα στα μάτια στάθηκε για λίγο, πριν αποχωρήσει κουνώντας τα σταυρωμένα χέρια της τρυφερά.
«Άντε... άντε... σύρε, Βασιλικούλα μου...» είπε σιγαλά κι έφυγε βουβή.
Δεν ήταν συγγενής μήτε γειτόνισσα, φίλη παιδική ήταν...

Ο
Αλέξανδρος Κεφαλάς γεννήθηκε το 1977 στα Εξάρχεια. Λάτρης του κέντρου, ζει κι εργάζεται στην Αθήνα. Είναι απόφοιτος του Αμερικάνικου Κολεγίου της Ελλάδας στον τομέα της Ιστορίας της Τέχνης. Στο παρελθόν συνεργάστηκε ως επιμελητής εκθέσεων με αθηναϊκές γκαλερί, ενώ ασχολήθηκε παράλληλα με τη διδασκαλία της Ιστορίας της Τέχνης. Στα ελληνικά Γράμματα εμφανίστηκε το 2007 με το μυθιστόρημα Η Αγγλίδα κυρία (Εκδόσεις Διόπτρα). Έκτοτε έχει γράψει και εκδώσει ιστορικό και σύγχρονο μυθιστόρημα, διηγήματα και ποίηση. Το τελευταίο του βιβλίο είναι μια συλλογή διηγημάτων με τίτλο Νυχτερινός διαβάτης – Δέκα αστικές αφηγήσεις (Εκδόσεις Λέμβος). Το 2012 συνεργάστηκε με το λογοτεχνικό fanzin Αστυδρόμος. Σήμερα είναι υπεύθυνος λογοτεχνικής αξιολόγησης (ο «αναγνώστης») στις Εκδόσεις Λέμβος.